«Ως αίτημα το ακούω, αλλά θα ήθελα να είναι ένα ωραίο, συνολικό και τεκμηριωμένο «πακέτο», που θα συνδιαμορφωθεί και με τις υπόλοιπες διεπαγγελματικές. Να μην πάμε δηλαδή σε κινήσεις που θα θεωρούνται σπασμωδικές και ευκαιριακές […] Το ακούω θετικά, το αφήνω, όμως, να το δουλέψουμε με προϊόντα των υπόλοιπων διεπαγγελματικών και να κάνουμε μια τεκμηριωμένη εισήγηση, για ποια προϊόντα θα πρόκειται και γιατί ζητάμε τη μείωση του ΦΠΑ τους και να την καταθέσουμε στο υπουργείο Οικονομικών», είπε χαρακτηριστικά ο Λευτέρης Αυγενάκης.
Είχε προηγηθεί διατύπωση της σχετικής πρότασης – αιτήματος από την πρόεδρο του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος, Γεωργία Κοστινάκη, με το επιχείρημα πως «λόγω της εκτίναξης του κόστους καλλιέργειας από την αύξηση του κόστους της ενέργειας και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η τιμή παραγωγού στο ρύζι έχει σημειώσει σημαντική άνοδο και για να παραμείνει φθηνό το προϊόν στο ράφι, όπως επιθυμούμε οι μεταποιητές, ώστε να μπορεί να το αγοράσει ο Έλληνας καταναλωτής, θα ήταν σκόπιμο να μειωθεί ο ΦΠΑ στο 6%, όπως έχουν κάνει ήδη η Ιταλία και η Ισπανία, στηρίζοντας έμμεσα και την καλλιέργεια». Η ίδια έθεσε επίσης -χωρίς, πάντως, να λάβει κάποια απάντηση- το ζήτημα του ΦΠΑ από τις μεταποιητικές επιχειρήσεις στους παραγωγούς, οι οποίες, όμως, όταν εξάγουν δεν τους επιστρέφεται, με συνέπεια να έχουν συσσωρευτεί εκατομμύρια ευρώ πιστωτικού ΦΠΑ στα μέλη του ΣΟΕ.
Κατά την τοποθέτησή του ο κ. Αυγενάκης δήλωσε «θιασώτης» του θεσμού των διεπαγγελματικών οργανώσεων, προαναγγέλλοντας πως στις επόμενες εβδομάδες θα γίνει κοινή συνάντηση – σύσκεψη των 8 αναγνωρισμένων Διεπαγγελματικών, προκειμένου να γνωριστούν και να ανταλλάξουν καλές πρακτικές.
Τόνισε ακόμη πως το μοντέλο αυτό είναι μονόδρομος, διότι «σε λίγο διάστημα η Ε.Ε. θα συνομιλεί μόνο με διεπαγγελματικές», ενώ στο αίτημα των παρισταμένων για χρηματοδότηση της λειτουργίας των συγκεκριμένων οργανώσεων από κρατικά κονδύλια, ξεκαθάρισε πως «εφόσον εξαντλήσετε τα περιθώρια που έχετε για αυτοχρηματοδότηση θα εξετάσουμε αν μπορούμε να συνεισφέρουμε και πώς, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί και δεν θα είναι ένα κρατικοδίαιτο μοντέλο».
Ως προς το αίτημα του προέδρου του Β’ συνεταιρισμού Χαλάστρας, Β. Κουκουρίκου, να μην υπάρξει θεσμοθέτηση της χρήσης πιστοποιημένου σπόρου στην καλλιέργεια ρυζιού, που να συνδέεται, μάλιστα, με την καταβολή ή μη της συνδεδεμένης ενίσχυσης στο προϊόν, «όπως πιέζουν να γίνει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του κλάδου, γιατί με αυτό τον τρόπο θα τριπλασιαστεί το κόστος παραγωγής, χωρίς να αλλάξει κάτι θεαματικά στις αποδόσεις», ο κ. Αυγενάκης επισήμανε πως «άκουσα τί ζητάτε, είμαι ενήμερος και για τον αντίλογο, αλλά δεν θα πάρουμε θέση σήμερα, ούτε θα απαντήσουμε για το θέμα αυτό».
Περαιτέρω ο υπουργός δήλωσε σύμμαχος των μεταποιητών στο ζήτημα που έβαλαν στο τραπέζι σχετικά με τη συμμετοχή του επώνυμου ρυζιού στο «καλάθι του νοικοκυριού», λέγοντας πως έχει λειτουργήσει υπέρ των ανώνυμων προϊόντων. «Πολύ σωστά θέσατε κάποια πράγματα για το καλάθι του νοικοκυριού, που πάντως έχει λειτουργήσει και για αυτό και το υιοθέτησαν και σε άλλες χώρες. Έχετε ωστόσο απόλυτο δίκαιο, τα αντιλαμβάνομαι και είμαι σύμμαχός σας, γιατί δεν νοείται σε μια προσπάθεια ενίσχυσης και αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, να έχουμε πρωτοβουλίες οι οποίες είναι εις βάρος των επώνυμων προϊόντων. Διότι, είναι σαν να τα καταδικάζουμε γιατί είναι επώνυμα, γιατί έχουν μια ταυτότητα και έχει γίνει μια επένδυση σε αυτά επί πολλά χρόνια, δίδοντας προτεραιότητα στα μη επώνυμα, που και αυτά βέβαια έχουν το δικό τους χώρο».
Χαρακτήρισε παράλληλα «απολύτως σωστό και υποχρέωσή μας, από αυτές που θα πρέπει να είχαμε κάνει χθες και όχι αύριο» το αίτημα για ένταση και αυστηροποίηση των ελέγχων στις εισαγωγής ρυζιού από τρίτες χώρες, ενώ συμφώνησε και με την πρόταση του προέδρου της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ρυζιού, Χρήστου Γκαντζάρα, να στηριχθεί ο αγώνας που κάνει η Ιταλία για την επαναφορά των δασμών στα ρύζια που εισάγονται από τρίτες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο κ. Αυγενάκης επανέλαβε ακόμη ότι στις άμεσες προτεραιότητες του είναι η αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ έως το τέλος του έτους, ώστε από τις αρχές του 2024 να λειτουργήσει σε νέα επικαιροποιημένη βάση, με τρεις άξονες (σ. σ. α) βασική κάλυψη, β) ασφάλιση περισσότερων κινδύνων, με αύξηση του ασφαλίστρου και γ) κάλυψη ακραίων κινδύνων, σε συνεργασία του ΕΛΓΑ με την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών, υπό την «ομπρέλα» του υπουργείου).
Ιδιαίτερο βάρος κατά τον υπουργό, δίδεται και στην αντιμετώπιση των παθογενειών του ΟΠΕΚΕΠΕ, για τον οποίο ανέφερε ότι αντιπροσωπεύει «την απόλυτη διαφθορά κυρίως συνειδήσεων και κουλτούρας. Μια νοοτροπία που μου είναι εντελώς ξένη. Αυτό θα αντιμετωπιστεί. Ήδη έχουν γίνει κάποιες κινήσεις και πολύ σύντομα θα υπάρχουν κάποια πράγματα να ανακοινωθούν».
Ιδιαίτερη μνεία έγινε και σε θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη διαχείριση του νερού μέσα από το πρόγραμμα ύδωρ του υπουργείου, ενώ ετέθη και το θέμα της επιτάχυνσης των διαδικασιών στις επενδύσεις, για τις οποίες, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά «οι επιχειρήσεις ματώνουν να τις υλοποιήσουν σε αυτό το περιβάλλον».
Ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Διονύσης Σταμενίτης ανέδειξε την ευκαιρία που δίνουν τα έξι προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία «τρέχει» το ΥπΑΑΤ, εστιάζοντας κυρίως στη μεταποίηση και στον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. «Έχουμε απορροφήσει ήδη 550 εκατ. ευρώ και έχουμε ζητήσει ακόμη 200 εκατ. ευρώ για το Μεταποίηση β’ και τον Εκσυγχρονισμό β’ και θα θέλαμε, εάν υπάρχει διάθεση να ενταχθούν και άλλες μεταποιητικές επιχειρήσεις ή συνεταιρισμοί και να πάμε και στο γ’ κύκλο, καθώς φιλοδοξούμε να φτάσουμε στο 1 δισ. ευρώ», είπε ο υφυπουργός.
Το υπουργικό κλιμάκιο (σ. σ. μετείχαν και οι τρεις γενικοί γραμματείς του υπουργείου) στη συνέχεια είχε συνάντηση με το Σύλλογο Ελλήνων Οινοποιών και την Ένωση Οινοπαραγωγών Βορείου Ελλάδος, με τους αλιείς στη μαρίνα Αρετσούς και το βράδυ μετείχε σε προγραμματισμένο ραντεβού με τη διοίκηση της ΕΚΑΓΕΜ.
«Πυκνό» είναι το πρόγραμμα των συναντήσεων του κ. Αυγενάκη και την Τετάρτη και Πέμπτη 30 και 31 Αυγούστου, αλλά και την Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου, καθώς θα συζητήσει με εκπροσώπους φορέων, αλλά και ερευνητικών και επιστημονικών οργανώσεων του πρωτογενούς τομέα από την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.