Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, το Magazine και το 24Media Lab παρουσιάζουν ένα βίντεο-αφιέρωμα στη μνήμη του μεγάλου μας συνθέτη.
Ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, ο Γιώργος Νταλάρας, η Νένα Βενετσάνου και ο Κώστας Θωμαΐδης, φίλοι και συνεργάτες του, μοιράστηκαν τις αναμνήσεις τους με συγκίνηση, νοσταλγία και πάθος.
Στους δρόμους του Αρχάγγελου
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό
δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δε λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
(“Βουνά σας χαιρετώ”, στίχοι/μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, LP “Ανατολή”, 1974)
Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε σαν σήμερα πριν ένα χρόνο, περνώντας στην αιωνιότητα. Το σώμα του αναπαύεται στον Γαλατά Χανίων, όμως η ασυμβίβαστη ψυχή του, από μόνη της ένα έργο τέχνης, συνεχίζει την ατέρμονη πορεία της, διαλαλώντας στα πέρατα της γης το πνεύμα ενός ελεύθερου και επαναστάτη Αρχάγγελου που γεννήθηκε για να μείνει αθάνατος. Η μουσική του, εναλλάσσοντας σύμβολα, εικόνες και μορφές, που κύλησαν σαν φως μιας συνείδησης παθιασμένης, δημιουργικής και διεισδυτικής, αποτύπωσε στις παρτιτούρες έναν χείμαρρο συναισθημάτων, τα οποία στο “εκκρεμές” της έμπνευσής του, κινήθηκαν από τα παραδοσιακά μοτίβα, τις λαϊκές φόρμες και τους θαυμαστούς κύκλους τραγουδιών, μέχρι τη συμφωνική μουσική, τις καντάτες, τις όπερες και τα ορατόρια.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διαμόρφωσε από μόνος του ένα πλαίσιο κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών επιδιώξεων, μέσα στο οποίο “παρέσυρε” τον απλό λαό, κάνοντάς τον κοινωνό στην κατανόηση των “θαυμάτων” της ποίησης, ελληνικής αλλά και ξένης, μιας ποίησης που συνεχώς αναζητούσε τον “άνθρωπο”, μιας ποίησης που για πρώτη φορά μέσα από τις νότες του, γνώρισε μια τόσο διαπεραστική αμεσότητα. Ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε τη μουσική ως “συμβόλαιο” δέσμευσης, κάνοντας θεσμό τις λαϊκές συναυλίες, μέσα από τις οποίες άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές του ακροατηρίου του. Δίδαξε τη δική του πίστη, σε μια ατέρμονη ταύτιση με τους ταπεινούς, οδηγώντας τους στην πηγή της μαγείας, εκεί όπου συναντήθηκαν η αισθητική, η αρμονία και η πολυμορφία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Χαρίλαος Φλωράκης στο 4ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή (1978). ⓒ Αρχείο ΚΚΕ
Ο “Παρθενώνας του Νεοελληνικού Πολιτισμού”, όπως ευρέως έχει χαρακτηριστεί και αναγνωριστεί ο Μίκης Θεοδωράκης, κατέκτησε κάτι θαυμαστό: η κοινωνική και πολιτική του δράση υπερέβη το ίδιο το πλαίσιο της τέχνης. Το πατριωτικό του οδοιπορικό υπήρξε μια ζωντανή δέσμευση που ποτέ δε γνώρισε όρια και περιορισμούς. Μέσα στο πεντάγραμμο αποκρυπτογράφησε το φως και το σκοτάδι, τον έρωτα και την άρνηση, το όνειρο και την απελπισία, την Ελλάδα και την οικουμένη. Οι νότες του συνάντησαν και ερωτεύτηκαν τους στίχους των μεγάλων ποιητών μας, βάζοντάς τους στη συνέχεια στα χείλη και τις καρδιές των απλών ανθρώπων και αυτή ήταν η μεγαλύτερη προσφορά του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Τα έργα του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Μάνου Ελευθερίου, του Κώστα Βάρναλη, του Μανώλη Αναγνωστάκη, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, εξερευνήθηκαν από τη μουσική ενσυναίσθηση του Μίκη και παρουσιάστηκαν ως “φράσεις” αφηγηματικής μέθης και δημιουργικής αντιστοιχίας. Το ίδιο συνέβη και με πολλούς ακόμα, τον Νίκο Γκάτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Άκο Δασκαλόπουλο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Γιάννη Θεοδωράκη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Μποστ, τον Κώστα Βίρβο, τον Κώστα Τριπολίτη, τον Αλέκο Παναγούλη. Ο Μίκης μελοποίησε τα ποιήματά τους, δίνοντας νέα διάσταση στους στίχους με τον μοναδικό του λυρισμό και την εικαστική του ευαισθησία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη στο διάλειμμα μιας ηχογράφησης τον Αύγουστο του 1974 στην Αθήνα. ⓒ 1974 Aristotle Saris/Associated Press
Η συνεχής περιπλάνηση σε αρμονικούς διαδρόμους, πότε με ελεγειακούς ελιγμούς και πότε με εσωτερικούς κραδασμούς θλίψης και οργής, δημιούργησε πίνακες ζωγραφικής, πάνω στους οποίους ο συνθέτης αποτύπωσε από τη μια, τους ήλιους, τα κύματα, την τρυφερότητα, τους ανέμους, τα χρώματα της δικής του Ελλάδας και από την άλλη, την αγωνία, τις κραυγές, τη φωτιά, την απελπισία και τον θάνατο της άλλης Ελλάδας, εκείνης του διχασμού, των σκοταδιών, των συνταγματαρχών. Θυελλώδης, ακατάβλητος, ολοζώντανος, βαθιά ουμανιστής, κομμουνιστής και πατριώτης, ο Μίκης, συνεπής στις αρχές του, ποτέ δεν υπολόγισε συνέπειες, πάντα υπήρξε μπροστάρης της εξέγερσης και του ασυμβίβαστου αγώνα για ελευθερία, δικαιοσύνη και δημοκρατία.
Στρατεύτηκε πολιτικά, όχι με τη στενή έννοια της ιδεολογικής του τοποθέτησης, αλλά με εκείνη της αποστροφής του σε κάθε μορφή καταπίεσης, άμεσα συνυφασμένης με το όραμά του για κοινωνική απελευθέρωση και λαϊκή κυριαρχία. “Στην ουσία παρέμεινα μόνος, ανεξάρτητος, αλλά αυτοστρατευμένος. Πίστευα μόνο στο μαζικό κίνημα, στον ενωμένο στη βάση του λαό. Πίστευα ακόμη ότι δεν παίζει ρόλο με ποιο τρόπο θα ενωθεί ο λαός. Φτάνει να ενωθεί”. Αυτά ήταν τα δικά του λόγια, θέλοντας να εξηγήσει το χρέος που ένιωθε να υπερασπιστεί την Ελλάδα ως άλλος Μακρυγιάννης. Η κατοχή, ο εμφύλιος, οι “Λαμπράκηδες”, η χούντα, σταθμοί όλοι ενός άσβεστου πάθους για την αξιοπρέπεια της πατρίδας, ηχώ του οποίου αποτέλεσαν τα τραγούδια του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, σε συνάντησή του με ξένους ανταποκριτές μετά από άδεια της χούντας (4/9/1967). ⓒ 1967 Associated Press
Η δύναμη και η πολυπλοκότητα των συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη, η μοναδική αίσθηση χτισίματος εικόνων και ήχων, η διαρκής αναζήτηση δονήσεων και συμβολισμών, η τελετουργική συνέπεια στις φόρμες και τις ενορχηστρώσεις, όλα αυτά μαζί δημιούργησαν μια μουσική “μυθολογία” που φλερτάρισε με την τελειότητα και το άπειρο, προκαλώντας μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση, με σπάνιας αισθητικής χαρακτηριστικά. Ήδη στη δεκαετία του ’60, άφησε προσωρινά τις κλασικές συνθέσεις, για να μας προσφέρει τα πρώτα λαϊκά του αριστουργήματα. “Η όμορφη πόλη” (1962), η “Φαίδρα” (1962) και ο “Επιτάφιος” (1963), ήταν τρία μόνο δείγματα των περίφημων κύκλων τραγουδιών του.
Κύκλοι τραγουδιών που ξεχείλιζαν από λυρικό αυθορμητισμό, αρμονίες που έσφυζαν από ζωή, πάθος και όνειρα, αλλά και αιμορραγούσαν ένταση, σπαραγμό, φόβο, βασανιστήρια, κραυγές. Η λίστα ατελείωτη: “Αρχιπέλαγος”, “Πολιτεία Α & Β”, “Επιφάνια”, “Μαουτχάουζεν”, “Ρωμιοσύνη”, “Μαγική Πόλη”, “Η Γειτονιά των Αγγέλων”, “Ένας όμηρος”. Ήταν ο ίδιος εκείνος που οριοθέτησε τη διαδρομή: “Ξεκίνησα με την απλή μορφή του Κύκλου Τραγουδιών για να πάω στη φόρμα της λαϊκής Τραγωδίας (Το τραγούδι του νεκρού αδελφού) και των Λαϊκών Ορατορίων (Το Άξιον Εστί)”. Και όταν το πραξικόπημα του ’67 υποχρέωσε τον Μίκη να ξαναβγεί στην παρανομία και οι εφιάλτες της Ικαρίας (1947) και της Μακρονήσου (1948) επέστρεψαν, τα μηνύματα της αντίστασης ήχησαν ακόμα πιο δυνατά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην πορεία της Πρωτομαγιάς το 1970 στο Παρίσι. ⓒ 1970 Associated Press
Μετά το Βραχάτι και τη Ζάτουνα, όπου συνέθεσε τις υπέροχες “Αρκαδίες”, ακολούθησαν πρώτα ο Ωρωπός και μετά η εξορία στη Γαλλία, με τα “Λαϊκά”, “Τα τραγούδια του Αντρέα”, τη “Νύχτα θανάτου”, τα “Επιφάνια Αβέρωφ”, την “Κατάσταση Πολιορκίας”, το “Πνευματικό εμβατήριο” και τη μουσική για την ταινία του Κώστα Γαβρά, “Ζ”. Όσο βρισκόταν στο Παρίσι, καταπιάστηκε με δυο έργα σύμβολα. Τα “18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου και το ορατόριο “Canto General”, πάνω στο επικών διαστάσεων έργο του Πάμπλο Νερούδα, έναν μοναδικό αφηγηματικό έμμετρο χείμαρρο λέξεων, εκφράσεων και εικόνων, τον οποίο ο Μίκης μετέτρεψε σε ηχητικό σύμβολο: η πατρίδα, η γοητεία μέσα από ένα συνεχές ανατρεπτικό κάλεσμα, ένα πραγματικό αριστούργημα.
Ο Θεοδωράκης “μαστίγωσε” τις παρτιτούρες καταγγέλλοντας την κόλαση, παγίδεψε τα φαντάσματα και τις σκιές στις “παγωμένες” συγχορδίες, σαν σκηνές από αρχαία τραγωδία που αναζητούσαν την κάθαρση. Η διαμαρτυρία του παρουσιάστηκε με τέτοια δωρική ανατριχίλα, που έμοιαζε να χτίζει οδοφράγματα στους δρόμους της απόγνωσης και του εφιάλτη. Ήταν η ατίθαση και μανιασμένη άρνηση του συνθέτη ενάντια σε έναν κόσμο αυταρχικό, βίαιο, φασιστικό. Ο Μίκης, ελεύθερος πολιορκημένος στην εξορία, “έστειλε” τα τραγούδια του στον λαό, τον ενέπνευσε, τον ένωσε σε μια γροθιά, ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές στο οικοδόμημα της χούντας και προετοιμάζοντας την έκρηξη του Πολυτεχνείου. Η θέση του ήταν ξεκάθαρη: “Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει”.
Μανώλης Γλέζος και Μίκης Θεοδωράκης στο ελληνικό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2012. ⓒ 1974 Dimitris Messinis/Associated Press
Η συνεπής, διαχρονική του πορεία, είτε στις τάξεις του ΕΑΜ, είτε ως μέλος του ΚΚΕ, είτε ως αρχηγός των “Λαμπράκηδων”, είτε ως βουλευτής της ΕΔΑ, είτε ως σύμβολο του αγώνα κατά της δικτατορίας, τον μετέτρεψε σε απόλυτο εκφραστή της πατριωτικής δράσης. Δεν τον λύγισε η βία της εξουσίας, δεν τον κατέβαλλαν ούτε η Γενική Ασφάλεια, ούτε οι φυλακές Αβέρωφ, ούτε το στρατόπεδο στον Ωρωπό, ούτε το ξύλο, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε η ίδια η απειλή του θανάτου. Η αντίσταση, η εθνική συμφιλίωση, το μαζικό κίνημα, οι αξίες του κομμουνισμού, η ειρήνη και ο πολιτισμός, όλα αυτά υπήρξαν αδιαπραγμάτευτοι πυλώνες της κοινωνικοπολιτικής φιλοσοφίας του, που στόχο είχαν την πνευματική επαγρύπνηση, μακριά από διχαστικά διλήμματα και συμπλέγματα υποταγής και εξάρτησης.
Ο σεβασμός και η τρυφερότητα προς το πρόσωπό του, η αναγνώριση και ο θαυμασμός για το έργο του, η νοερή υπόκλιση μπροστά στη μεγαλοσύνη του, μα πάνω απ’ όλα η αγάπη που ένιωσαν γι’ αυτόν, ήταν τα κοινά σημεία των τεσσάρων “δικών” του ανθρώπων, που μας μίλησαν στο βίντεο-αφιέρωμα που ετοίμασαν από κοινού το Magazine και το 24Media Lab. Ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Κώστας Θωμαΐδης και η Νένα Βενετσάνου, είχαν λόγια γεμάτα συγκίνηση, νοσταλγία και πάθος για τον Μίκη, αναμνήσεις από τη γνωριμία τους και τις συνεργασίες τους μαζί του, αλλά και θλίψη για τη φυσική απουσία. Μικρά, μα τόσο πολύτιμα σημειωματάρια ζωής, εξίσου φωτεινά και μελαγχολικά.
Επίσκεψη-προσκύνημα του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο το 2003. ⓒ ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σήμερα, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, ο Μίκης συνεχίζει να σαγηνεύει τις καρδιές μας με τις μελωδίες και τον “λόγο” του. Η κληρονομιά του είναι άφθαρτη και αθάνατη και τέτοια θα παραμείνει για πάντα. Θα είναι εδώ, κοντά μας, δίπλα μας, ανάμεσά μας, τοποθετημένος με τον πλέον φυσικό τρόπο μέσα στο πιο ουράνιο πλαίσιο. Ο Έλληνας που συμβόλισε περισσότερο από κάθε άλλον το πνεύμα της συνεχούς επανάστασης της τέχνης στην υπηρεσία του ανθρώπου και των ανώτερων ιδανικών του, ανέβηκε στην αιωνιότητα και από εκεί αγκάλιασε όλη τη γη, δημιουργώντας φως και στέλνοντας μήνυμα δύναμης στα πέρατα της οικουμένης. Ο Μίκης, ο συνθέτης, ο πολιτικός, ο ανθρωπιστής, ο καθοδηγητής, ο κομμουνιστής, ο παγκόσμιος.
Πηγη: news247