Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Ανέκαθεν ο άνθρωπος αδημονούσε για την έλευση των εορτών ως μία αφορμή για να έρθει κοντά στα προσφιλή του πρόσωπα, να περπατήσει ξανά στους τόπους που μεγάλωσε, εκεί δηλαδή που πήρε την πρώτη οσμή της ζωής λίγο πριν η ενηλικίωση τον τοποθετήσει στο προσκήνιο της κοινωνίας.
Η Καρδίτσα όπως κάθε ελληνικός τόπος, υποδέχθηκε τον κόσμο της, τα παιδιά της, προκειμένου να τηρήσουν ευλαβικά τα συνήθη και παραδοσιακά πασχαλινά έθιμα. Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής με θρηνητικό χαρακτήρα, η προσέλευση πιστών σε κάθε συνοικιακό ναό, αλλά και η προετοιμασία του πατροπαράδοτου πασχαλινού τραπεζιού αποτελούν ήθη και έθιμα που μεταφέρονται αδιάλειπτα από γενιά σε γενιά. Όπως συμβαίνει σε κάθε γιορτή, έτσι και το Πάσχα τα οικογενειακά πρόσωπα κατέχουν τον πρωταρχικό λόγο στο τραπέζι, των οποίων την παρουσία λησμονούμε συχνά λόγω της αδιάκοπης καθημερινότητας που βιώνουμε.
Ανεξαρτήτως αν βρίσκεται κανείς ή όχι κοντά στη θρησκεία, δεν δύναται να αμφιβάλλει για το συναίσθημα συμπόνιας, στοργής και ευφορίας που αναδύεται μέσα από τις γιορτινές ημέρες. Τα καθιερωμένα «χρόνια πολλά» συνοδεύονται φέτος από μία βαθειά ευχή για ευδαιμονία, υγεία και ειρήνη αφού η ζωή όλων συμπορεύεται με τον ύπουλο και επίμονο κορωνοϊό, αλλά και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Παράλληλα, οι ευχές παίρνουν διαφορετική τροπή, θυμίζοντας και την κρίση των μνημονίων, εκείνη την εποχή της «λιτότητας». Με την υπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση και λόγω του πολεμικού δράματος στην Ουκρανία, ο κόσμος εύχεται κουράγιο για τα δεινά και τις περιπέτειες που μαστίζουν την κοινωνία, όπως οι νέες ανατιμήσεις και ακρίβεια. Για αυτούς και πολλούς άλλους λόγους, οι γιορτές αποτελούν το ιδανικό διάλειμμα, ένα διάστημα περισυλλογής και υπενθύμισης στον εαυτό μας, όλων εκείνων των πραγμάτων που εγκαταλείπουμε στο καθημερινό βίο και τα αναζητούμε τούτες τις μέρες ξανά από την αρχή: οικογένεια, φίλους και στιγμές που μοιραζόμασταν άλλοτε σε κοινούς τόπους μεταξύ μας.
Ωστόσο, μετά το πέρας των εορτών, το άτομο χάνει το αίσθημα συμπόνιας και αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπό του και απορροφάται στον εαυτό του. Επιστρέφει στους ανταγωνιστικούς ρυθμούς που του επιβάλλουν οι προσωπικές υποχρεώσεις, στην εκπλήρωση των λεγόμενων «πρέπει» για να αισθανθεί πετυχημένος και μάταια ολοκληρωμένος. Οι Έλληνες είναι παρεμπιπτόντως εξοικειωμένοι με την έννοια της κρίσης. Αγωνιούν, διεκδικούν, παραπονιούνται εύλογα για οτιδήποτε θυσιάζουν, μα επιθυμητό αντίκρισμα δεν βλέπουν. Ωστόσο, οι κρίσεις είναι εδώ παρούσες, φέρνοντας τα δικά τους ανατρεπτικά δεδομένα, με τους Έλληνες να έχουν χάσει ολίγον τι από την περηφάνια τους. Όμως, παρά τις απανωτές θυσίες, τις πληρωμές επί πληρωμών και το περιορισμό βασικών αναγκών, δεν πτοήθηκαν ώστε να πάψουν να συσπειρώνονται σε χαλεπούς καιρούς.
Ο ελληνικός λαός βίωσε την τελευταία εικοσαετία την περιβόητη και μακροχρόνια οικονομική κρίση. Βρέθηκε έπειτα αντιμέτωπος – όπως κάθε άνθρωπος στη γη – με την πανδημία. Η χώρα έκλεισε τα σύνορά της, προχώρησε σε ολικό εγκλεισμό για το κοινό καλό, ενώ η μάχη με τον ιό καλά κρατεί. Τώρα ο πολίτης χρειάζεται να αντικρίσει έναν ακόμη κίνδυνο, αυτόν της ενεργειακής και της επισιτιστικής κρίσης. Μα οτιδήποτε δυσμενές κι να βρίσκει στο διάβα του, η αντάμωση με αγαπημένα πρόσωπα μέσα από τις μέρες των εορτών του υπενθυμίζει ότι ο ισχυρός δεσμός της κοινωνίας δεν παύει να υφίσταται έτσι απλά. Για άλλη μία φορά λοιπόν, αποδεικνύεται ότι ο πολιτισμός δεν είναι απλώς μία εύθραυστη επιφάνεια, απεναντίας πρόκειται για μία παχιά επίστρωση.
Εν κατακλείδι, παρόλο που τα χτυπήματα των κρίσεων είναι αλλεπάλληλα στη ζωή μας, το ηθικό των πολιτών δεν σπάει τόσο εύκολα. Σε αυτές τις μέρες της κατάνυξης αναβιώνονται οι ουσιαστικές και αληθινές ανθρώπινες σχέσεις, παραμερίζοντας για λίγο το ζοφερό τοπίο, εντός του οποίου καλούνται οι πολίτες καθημερινά να μάχονται και να επιβιώνουν.