Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Αναζητώντας κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουμε την ολιγωρία μας απέναντι στα σημάδια ενός θανάσιμου φυσικού κινδύνου, τη βρίσκουμε στα λόγια ενός Ιάπωνα γεωφυσικού επιστήμονα, εν ονόματι Torahiko Terada (1878 – 1935) που είχε πει κάποτε το εξής: «Οι καταστροφές χτυπούν όταν έχουν σβηστεί από τη μνήμη».
Το συγκεκριμένο απόφθεγμα περιέγραφε επακριβώς ότι σε περιπτώσεις φυσικών φαινομένων η διαχείριση ενός κινδύνου, οι προβλέψεις πάνω σε ακριβή επιστημονικά συμπεράσματα πρέπει να αποτελούν μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία, μέσα από την οποία επιστημονικοί και κρατικοί φορείς θα βρίσκουν συνεργατικά λύσεις, θα προλαμβάνουν ρίσκα προτού μια επικείμενη καταστροφή ανατρέψει το βιός μας.
Η ανατροφοδότηση με ολοένα και περισσότερα επιστημονικά δεδομένα, με σκοπό την ανθεκτικότητα του Νομού Καρδίτσας και της Θεσσαλίας ευρύτερα, θα έπρεπε να είναι μια σειρά συνεχών συλλογικών ενεργειών από τους αρμόδιους φορείς (τοπικούς, εθνικούς και φυσικά επιστημονικούς). Τόσο οι πλημμύρες του παρελθόντος όσο και ο σφοδρός «Ιανός» το 2020 φανέρωσαν με σκληρό τρόπο τα οδυνηρά επακόλουθα όσο συγχρόνως το κλίμα διαταράσσεται και τα έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης δεν υλοποιούνται, ακόμη κι αν η επιστήμη έχει καταδείξει ουκ ολίγες φορές τα «αδύναμα» σημεία.
Όταν επιστημονικές έρευνες φθάνουν σε τελικά συμπεράσματα για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας σε μια περιοχή, λαμβάνουν νωρίτερα υπόψη την ιστορία των οικοσυστημάτων στα οποία ζούμε, έτσι ώστε ένα σχέδιο διαχείρισης καταστροφών να υλοποιηθεί αναλόγως. Για το Νομό και τη Θεσσαλία γενικότερα, οι προειδοποιήσεις προϋπήρχαν των καιρικών χτυπημάτων (Ιανός και Ντάνιελ), και φυσικά με την κατάλληλη προετοιμασία πρόληψης δεν θα γλίτωνε η περιοχή τις επιπτώσεις που βιώνουμε τώρα, αλλά ως ένα βαθμό η λειτουργικότητα σύγχρονων φραγμάτων, ενισχυμένων αναχωμάτων θα περιόριζε τις τεράστιες διαστάσεις που έχει πάρει τώρα η καταστροφή από τις πλημμύρες.
Δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, καταλληλότερη μέθοδος από το να ενσωματώνουν οι φορείς κάθε πεδίου τα διδάγματα αλλά και τις αναμνήσεις προηγούμενων εμπειριών καταστροφής. Στο Νομό και σε μερικές πληγείσες περιοχές, η κοινωνία μας έχει βιώσει παρόμοια πλημμυρικά φαινόμενα εν συγκρίσει με αυτά του περασμένου Σεπτεμβρίου, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 90’, καθώς κάτοικοι παρακολουθούσαν ξανά το νερό να ξεπερνάει σε ύψος τις σκεπές των σπιτιών τους. Τα ευάλωτα σημεία ήταν διακριτά από τότε, τα περιθώρια βελτίωσης εξίσου γνωστά όπως και με ποιες προϋποθέσεις θα επιτυγχάναμε τη μείωση αυτών των κινδύνων. Έτσι λοιπόν, προαπαιτείται κατανόηση των γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν και αφορούν φυσικές καταστροφές, και γνώση των γεωγραφικών χαρακτηριστικών. Από τα τέλη του 90’ πέρασαν σχεδόν 30 έτη και ο Νομός δεν είχε αντιμετωπίσει μεγάλης ισχύος βροχοπτώσεις. Μέχρι που ήρθαν όμως ο Ιανός το 2020 και ο Ντάνιελ και υπενθύμισαν πως ό,τι θεωρούσαμε παρελθόν και σπάνιο φαινόμενο να συμβεί ξανά, τελικά είναι εδώ και μάλιστα με επιπλέον σφοδρότητα. Αυτά τα φαινόμενα συνοδεύονται σήμερα με την έννοια της κλιματικής αλλαγής, διότι εξετάζεται κατά πόσο επηρεάζει την εκδήλωση των καιρικών φαινομένων.
Η σωστή καταγραφή συμβάλλει σε μια μελλοντική αποτελεσματικότητα, ενώ η σωστή και διαρκής ενημέρωση για τα πλημμυρικά φαινόμενα θα δημιουργήσει μια κληρονομιά για την τοπική κοινωνία, διότι όσο κρίσιμα κι αν χαρακτηρίζονται αυτά τα γεγονότα θα περνούν από γενιά σε γενιά με σκοπό την αντίληψη του κινδύνου. Τούτη τη στιγμή που όλες οι υποθέσεις βρίσκονται εν εξελίξει για το μέλλον της Θεσσαλίας, χρειάζεται η επιστήμη να είναι στο προσκήνιο δίχως εξαιρέσεις, αστερίσκους και τη δικαιολογία «περί υψηλών δαπανών» για την κατασκευή έργων πλημμυρικής ανθεκτικότητας.
Τώρα είναι η ώρα που στο πέρασμα των μηνών και μετέπειτα των χρόνων, δεν πρέπει να παύσουν οι επιστημονικές προσεγγίσεις γύρω από τη φύση αυτών των θεομηνιών που μας έπληξαν. Άλλωστε, ας μην παρακάμπτουμε το ζήτημα της λειψυδρίας που ανήκει στην άλλη άκρη του σκηνικού, και μας φέρνει με το σενάριο δίχως νερό κατά τη θερινή περίοδο στη Θεσσαλία. Με όλα αυτά τα τινά θα συμπορευθούμε, και η βραχύτητα της μνήμης του ανθρώπου απέναντι στις καταστροφές, όπως και η άρνηση των πολιτικών να ακολουθήσουν τις υποδείξεις των επιστημόνων, μας καθιστούν ευάλωτους και σκανδαλωδώς απαθείς απέναντι σε δυνάμεις της Φύσης που ουδέποτε ίσως δαμάσουμε ως είδος.