Τους «Καθρέφτες» της ψυχής, μικρά… πορτρέτα μερικών ανθρώπων, παρουσίασε ο Κώστας Γαλανόπουλος. Το νέο βιβλίο πεζογραφίας του συμπολίτη επιχειρηματία παρουσιάστηκε το βράδυ της Δευτέρας που αλλού… στο Blues που ήταν το ιδανικό σκηνικό για να ξεφυλλίσουν τις σελίδες του οι φίλοι του.
Ο Κώστας Γαλανόπουλος μετά την πρώτη συγγραφική απόπειρά του, παρουσιάζει το δεύτερο βιβλίο του στο οποίο ουσιαστικά συγκέντρωσε κείμενα που έχει γράψει σε διάφορες περιόδους της ζωής του, εμπνευσμένος από οτιδήποτε υπάρχει γύρω του. Ο ίδιος ο συγγραφέας αποτύπωσε με γλαφυρό τρόπο τη διαδρομή του βιβλίου “Καθρέφτες” από τότε που ήταν σκόρπιες σκέψεις σε χαρτιά μέχρι να πάρει την τελική μορφή του.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κώστας Γαλανόπουλος: “Θέλω να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας, εδώ απόψε, στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου μου, Καθρέφτες. Είναι μεγάλη τιμή για μένα. Είναι κάτι που συμβαίνει πλέον κάθε 5 χρόνια…
Θα ήταν Φεβρουάριος του 2019, καθόμασταν εκεί στη γωνία στο μπαρ, μετά από ένα μπαζάρ βινυλίου, είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από την παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου, το Invitation to the Blues, όταν είπα για κάποια χειρόγραφα που είχα στα συρτάρια μου. Έπρεπε να γίνει πληκτρολόγηση για να βγει κάτι από τον αχανή όγκο των σελίδων, που δεν μπορούσαν να διαβαστούν καν. Ήταν πρωτόλεια γραπτά, σκόρπιες σελίδες και σημειώσεις, παλιά και καινούρια. Υπήρχαν μουτζούρες και ο γραφικός μου χαρακτήρας μερικές φορές χορεύει.
«Θα το κάνω εγώ κύριε Κώστα» είπε η Αλίκη, η Αλίκη Αραμπατζή. «Μόνο που θέλω χρόνο». «Πάρε όσο χρόνο θες, δεν μας βιάζει κάτι, έχει πολύ δρόμο ακόμα. Δεν ξέρω τι θα προκύψει από όλα αυτά…» της είπα. Πρέπει να παιδεύτηκε πολύ για να μου παραδώσει μετά από έναν χρόνο τις καθαρογραμμένες σελίδες. Τώρα άρχιζε η δική μου δουλειά. Τον Μάρτιο του ’20 έγινε η πρώτη καραντίνα, πάθαμε όλοι ένα σοκ. Δεν μπόρεσα να ασχοληθώ καθόλου με τα γραπτά, αν και υπήρχε χρόνος. Ήμουν καθηλωμένος στο να παρακολουθώ τις εξελίξεις. Ευτυχώς μετά από δυόμιση μήνες ανοίξαμε το blues κι αναθαρρήσαμε. Πήγα και διακοπές στο κάμπινγκ, κι έφτασε Σεπτέμβρης. Τότε ήρθε κι ο Ιανός και είχαμε τις πλημμύρες, επακολούθησε η δεύτερη μεγάλη καραντίνα, οκτώμισι μήνες.
Ήταν αρχές Νοέμβρη και υπήρχε κάτι δυσοίωνο στην ατμόσφαιρα, πιθανώς να μην κάναμε και γιορτές, όπως τελικά κι έγινε. Η τηλεόραση χάλασε και δεν την ξαναέφτιαξα από τότε, έκοψα και το κάπνισμα και κλείστηκα σπίτι, μαγείρευα, πήρα και μερικά κιλά, έπινα κρασί, άκουγα μουσική. Μας δόθηκε χρόνος πολύς σαν της χειμέριας νάρκης, σαν να ξαναγυρίσαμε στις σπηλιές να προστατευτούμε. Για πολλούς μόνη επιθυμία ήταν να περάσει ο καιρός.
Κάναμε και τις προμήθειές μας στην πανερημία. Κυκλοφορούσαμε σαν αγαλμάτινοι εαυτοί μασκαρεμένοι, δεν ξέραμε και τι να φοβηθούμε. Τότε πήρα την μεγάλη απόφαση, να γράψω το βιβλίο μου. Πέρασαν άπειρες ώρες, νύχτες, πρωινά και μεσημέρια, με απογευματινούς περιπάτους. Προέκυψαν τρία βιβλία. Έλεγα θα βγάλω τρία βιβλία σε ένα, σαν ένα τριπλό άλμπουμ. Την άνοιξη του ’22 πάνω σε μια συζήτηση στο μπαρ με τον Τάσο, τον Τάσο Σπύρου, μου είπε να του δώσω τα γραπτά να κάνει μια πρώτη ανάγνωση και μια πρώτη επιμέλεια των κειμένων.
Έβγαλα τις φωτοτυπίες, τις έβαλα στο καλάθι του ποδηλάτου κι έκανα μια μεγάλη βόλτα να πάρουν αέρα. Τα έδωσα στον Τάσο και στην Αλίκη. Ένιωθα ανάλαφρος. Ένα απόγευμα είχαμε κανονίσει να βρεθούμε με τον Τάσο στη βεράντα του σπιτιού μου. Μου είπε ότι καλά είναι το βιβλίο να είναι ένα κι αν θέλω ας βγάλω άλλα δυο στο μέλλον. Έναν χρόνο μετά από πολλές αναθεωρήσεις και επεξεργασίες έφτασε η ώρα να παραδώσω τα γραπτά στον Νίκο Κωτούλα. Εδώ τώρα θα άρχιζαν άλλα δύσκολα. Με υπερβολική σχολαστικότητα και υπομονή ως τις πιο μικρές λεπτομέρειες, έγιναν κάποιες σημαντικές αλλαγές και διορθώσεις στα κείμενα, κάναμε την σελιδοποίηση και το βιβλίο πήρε την τελική μορφή, γιατί ο Νίκος είναι μάστορας μεγάλος, ένας άνθρωπος με μεγάλη ευρύτητα γνώσεων και καταπληκτική
αντιληπτική ικανότητα. Η ζωγραφιά στο εξώφυλλο έγινε από τα χεράκια της κόρης μου Σοφίας με ακουαρέλα. Της ζήτησα κάτι απλό και πιο απλό άλλο δεν γινόταν, όπως είναι και η ζωή μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Όταν μεγαλώσω θέλω να είμαι ένας γεροπαραμυθάς, να σε κοιτάω, να με κοιτάς, και να λέω ιστορίες, άλλες παλιές άλλες καινούριες, άλλες εκείνης της ώρας, όνειρα και πραγματικότητες, θύμησες και φαντασιοντότητες, συνειρμούς και πετάγματα του νου – στα μάτια, στα εσώτερα σπήλαια, ως τις γάργαρες πηγές που οδηγούν στους τόπους όπου συναναστρέφονται οι ψυχές».
Αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε η ηθοποιός Κωνσταντίνα Νταντάμη.
Η εκτύπωση έγινε στο τυπογραφείο: Δημιουργία. Το βιβλίο είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία: Ζάχος και Παιδεία, κι εδώ στο Blues.