Συνάντηση εργασίας στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με το Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, κ. Πέτρο Βαρελίδη, και εκπροσώπου των μελετητών, αναφορικά με τη 2η αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) του υδατικού διαμερίσματος της Θεσσαλίας ειχε ο Υφυπουργός Κλιματικής Κρίσης Χρήστος Τριαντόπουλος.
Μία αναθεώρηση που προχώρησε και ολοκληρώθηκε ακολουθώντας την προβλεπόμενη τεχνοκρατική διαδικασία, ώστε να έχουμε την πραγματική εικόνα για την κατάσταση και τις ανάγκες στη Θεσσαλία όσον αφορά τα ύδατα.
Σύμφωνα με την 2η αναθεώρηση του ΣΔΛΑΠ για τη Θεσσαλία και την αντιμετώπιση του ελλείματος υδατικών πόρων που βασίστηκε σε στοιχεία προγενέστερα της θεομηνίας ‘Daniel’ (ΠΥΣ 18 της 29.4.2024, ΦΕΚ 83/Α/12.06.2024) υπογραμμίζονται, ως βασικά συμπεράσματα, πως
(1) όσον αφορά τα επιφανειακά υδατικά συστήματα προκύπτει ελαφρά επιδείνωση της οικολογικής και χημικής κατάστασης,
(2) όσον αφορά τα υπόγεια υδατικά συστήματα δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με την 1η αναθεώρηση,
(3) σε κακή ποσοτική κατάσταση παραμένουν δέκα υπόγεια υδατικά συστήματα, η ανάκαμψη των οποίων δεν μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, και
(4) το ετήσιο υδατικό έλλειμα εκτιμήθηκε στα 465 εκατ. m³ για την κάλυψη υφιστάμενων χρήσεων και την κάλυψη περιβαλλοντικών απαιτήσεων.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ανάλυση της εν λόγω μελέτης επί της 2ης αναθεώρησης, οι προτάσεις που περιλαμβάνονται για την αντιμετώπιση του εν λόγω σημαντικού υδατικού ελλείματος των 465 εκατ. m³ επικεντρώνονται: (1) σε παρεμβάσεις εξοικονόμησης και εξορθολογισμού της χρήσης του νερού, κυρίως στην άρδευση, συνεισφέροντας ως ένα βαθμό στο μερικό περιορισμό του ελλείμματος, (2) στην ανάπτυξη έργων ταμίευσης χειμερινών νερών εντός του υδατικού διαμερίσματος της Θεσσαλίας, με μεγάλα και μικρά φράγματα, με ταμιευτήρες και λιμνοδεξαμενές, και (3) στη δυνατότητα ετήσιας μεταφοράς 250 εκατ. m³ από τη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) Αχελώου στη ΛΑΠ Πηνειού.
Στα αποτελέσματα της 2ης αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠ για τη Θεσσαλία, στάθηκε ο Υφυπουργός, κ. Χρήστος Τριαντόπουλος, στη σύσκεψη που διοργάνωσε η Περιφέρεια Θεσσαλίας με θέμα «Υδατικό Πρόβλημα και Αχελώος» τη Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2024, υπογραμμίζοντας τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την ολοκλήρωση της 2ης αναθεώρησης και σημειώνουν την ανάγκη μεταφοράς νερού και από άλλα υδατικά συστήματα, όπως αυτά της Πίνδου. Άλλωστε, την ίδια θέση περί της αξιοποίησης των υδάτων της Πίνδου είχε διατυπώσει ο κ. Χρήστος Τριαντόπουλος και προ δύο ετών, κατά τη διάρκεια της Ημερίδας της Περιφέρειας Θεσσαλίας και της ΠΕΔ Θεσσαλίας με θέμα «Βιώσιμη Ανάπτυξη Υδάτων Πίνδου: Υποδομές, Ανάπτυξη, Περιβάλλον», η οποία και είχε πραγματοποιηθεί, στις 4 Ιουνίου 2022, στη Γέφυρα Κοράκου.
Με αφορμή, συνεπώς, το υδατικό ζήτημα στη Θεσσαλία, ο Υφυπουργός, κ. Χρήστος Τριαντόπουλος, σημείωσε πως «η επίτευξη υδατικής ισορροπίας στη Θεσσαλία αποτελεί ζωτικής σημασίας επιδίωξη και προτεραιότητα για τη βιωσιμότητα και το μέλλον της περιοχής μας. Οι συνθήκες της κλιματικής κρίσης υπογραμμίζουν, πλέον, με τον πιο επώδυνο τρόπο αυτή την υπαρξιακή αναγκαιότητα για τη Θεσσαλία, για τη Μαγνησία, για κάθε γωνιά της περιοχής μας, αλλά και για την πατρίδα μας γενικότερα. Τα νέα επιστημονικά δεδομένα, όπως αποτυπώνονται στη 2η αναθεώρηση του ΣΔΛΑΠ, τεκμηριώνουν αυτή την αναγκαιότητα σε αντίθεση με φωνές και πολιτικές πρακτικές του παρελθόντος. Η Κυβέρνηση, που δρομολόγησε τη 2η αναθεώρηση του ΣΔΛΑΠ και την ενέκρινε με τη δημοσίευσή της, απαντά σε αυτή την αναγκαιότητα με έργα. Με μικρά και μεγάλα έργα διαχείριση των υδάτων, δίνοντας έμφαση και στην χρηστή αξιοποίηση των υδάτων και στην αντιπλημμυρική θωράκιση των περιοχών, σε ένα πλαίσιο συνεργασίας με όλους τους εμπλεκόμενους και συνεργαζόμενους. Και με θεσμικές παρεμβάσεις, όπως ο ενιαίος φορέας διαχείρισης υδάτων. Η επίτευξη, λοιπόν, της υδατικής ισορροπίας συνιστά ζωτικής σημασίας προτεραιότητα για τη βιωσιμότητα και το μέλλον της Θεσσαλίας, μέσα τόσο από τη χρηστή διαχείριση των υδατικών πόρων της Θεσσαλίας, όσο και από την αξιοποίηση υδατικών πόρων από την Πίνδο, από τον Αχελώο. Τα επιστημονικά δεδομένα, πλέον, δείχνουν το δρόμο».