Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΛΑΤΟΥ

Υπάρχουν καλά και κακά οικονομικά νέα για την Ελλάδα μετά τις εκλογές. Τα κακά τα έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα σημειώματα μας και αυτά είναι η έλλειψη σχεδίου για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, κάτι που διαφάνηκε και από την εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος το 2022 (ισοζύγιο εξαγωγών- εισαγωγών), η πληθυσμιακή γήρανση, η μείωση του πληθυσμού, η απερήμωση της υπαίθρου, η έλλειψη σχεδίου για το νερό σε περιοχές που βρίσκονται ήδη στο «κόκκινο» όπως η Θεσσαλία…

Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών επίσης εξανεμίζεται αφού τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις τις έχει υπερκεράσει η ακρίβεια και ο πληθωρισμός, ενώ στη χώρα ο ανταγωνισμός στην τιμή των προϊόντων και των υπηρεσιών είναι η εξαίρεση και τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια και τα καρτέλ, ο κανόνας. Και στις επενδύσεις πάντως παρά τους διθυράμβους έχουμε μείνει αρκετά πίσω, ωστόσο το κλίμα όντως αναστρέφεται.

Ιδού λοιπόν τι συμβαίνει με τις επενδύσεις

Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου το 2021 έφτασε τα 32,9 δισ. ευρώ από 22,8 δισ. ευρώ το 2019, 21,3 το 2015 και 43,5 δισ. το 2009 την τελευταία χρονιά πριν τη χρεοκοπία.

Όπως αναφέρει ο Κώστας Στούπας ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου πλέον σε σχέση με τις αποσβέσεις έχει περάσει σε θετικό έδαφος. Το πλέον ενδιαφέρον όμως είναι η διαφοροποίηση των τομέων της οικονομίας στους οποίους κατευθύνονται οι επενδύσεις. Από τα 43,5 δισ. του 2009 τα 15,5 δισ., που είναι το μεγαλύτερο μερίδιο, αφορούσε επενδύσεις σε κατοικίες. Το 2021, το μεγαλύτερο μέρος με 9,6 δισ. ευρώ αφορά μεταλλικά προϊόντα και μηχανήματα. Το 2009 δανειζόμασταν και επενδύαμε σε σπίτια ενώ το 2021 το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων φαίνεται πως κατευθύνεται στην παραγωγή παραγωγικού ιστού….”

Πάμε τώρα στα ακόμη πιο καλά οικονομικά νέα:

Tο χρέος, λόγω του πληθωρισμού, μειώνεται, οι εξαγωγές εκτοξεύονται, ο τουριστικός πυλώνας εμφανίζεται δυναμικός και οι καταθέσεις αυξάνονται. Το πιο καλό οικονομικό νέο όμως προκύπτει από την Έκθεση Βιωσιμότητας του ευρωπαϊκού και του ελληνικού χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με την έκθεση, όπως αναφέρει ο Ζώης Τσόλης, η Ελλάδα προβλέπεται ότι μπορεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα από 2,1% του ΑΕΠ το 2023 έως 3,2% του ΑΕΠ το 2031 χωρίς να λάβει κανένα πρόσθετο δημοσιονομικό μέτρο, δηλαδή ούτε να αυξήσει τους φόρους, ούτε να μειώσει τις δαπάνες. Κι αυτό γιατί είναι τέτοια η διάρθρωση του προϋπολογισμού που διασφαλίζει, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, τη σταθερότητα των δαπανών, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται χρόνο με τον χρόνο συνθήκες εξοικονόμησης δαπανών από το ασφαλιστικό και το συνταξιοδοτικό σύστημα που θεωρείται η μεγαλύτερη παρέμβαση στα οικονομικά του κράτους. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι η οικονομία θα μεγαλώνει με σταθερό ρυθμό και το ΑΕΠ θα αυξάνεται σε ονομαστικούς όρους (πραγματική ανάπτυξη και πληθωρισμός) από 3% έως 6% ετησίως, κάτι που προβλέπεται στο βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Χρέος από 206% το 2020 σε 118% του ΑΕΠ το 2031 

Με αυτά τα δεδομένα, το δημόσιο χρέος που το 2020 λόγω της ύφεσης της πανδημίας ξεπέρασε το 206% του ΑΕΠ, και στη συνέχεια περιορίστηκε σε 171% του ΑΕΠ το 2022, αναμένεται να υποχωρήσει στο 161% του ΑΕΠ εφέτος και σταδιακά να μειωθεί στο 118% του ΑΕΠ το 2031, διάστημα στο οποίο η Ελλάδα προστατεύεται με τα χαμηλότοκα δάνεια του ESM. Κι ενώ η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην κατηγορία της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής «elite» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει στην έκθεση ότι οι κίνδυνοι μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας είναι υψηλοί για επτά κράτη μέλη και μεσαίοι σε δώδεκα κράτη μέλη.

Άλλοι είναι πια στο κόκκινο 

Οι χώρες με υψηλούς μακροπρόθεσμους κινδύνους είναι το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Σλοβενία και η Σλοβακία. Η αξιολόγηση για αυτές τις χώρες αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού και τη σημαντική προβλεπόμενη αύξηση των συντάξεων.

Ποιος θα το περίμενε λοιπόν ότι η Ελλάδα που οδηγήθηκε στη πτώχευση και τα μνημόνια πριν από μια δεκαετία, θα βρισκόταν σήμερα στο κλαμπ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που μπορούν να πετύχουν την προσεχή δεκαετία δημοσιονομικά πλεονάσματα μειώνοντας ταυτόχρονα το χρέος χωρίς να απαιτείται να λάβουν κανένα πρόσθετο μέτρο!