Του Νικολάου Ν. Βλάχου
Φιλολόγου, Αντιπροέδρου Συλλόγου:
«Φίλοι Ιστορίας Νομού Καρδίτσας»

Όλοι οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 διακρίνονταν για την ευαισθησία τους απέναντι στα προβλήματα και τις ανησυχίες των ομογενών τους. Ποτέ δεν ξέκοψαν απ’ τον εθνικό και κοινωνικό τους περίγυρο. Εκείνος όμως που πάλεψε σκληρά περισσότερο απ’ τους άλλους για τους ραγιάδες ήταν ο «γιος της καλογριάς». Βλέποντάς τους να υποφέρουν, καθώς και ο ίδιος προερχόταν από λαϊκή τάξη, πότιζε καθημερινά με πολλές πικρές την ψυχή του.
Η ζωή των καταπιεζομένων ήταν τραγική. Όλοι ζούσαν σε διαρκή τρόμο. Όλοι πάλευαν με κάθε μέσο, για να κρατηθούν στη ζωή, ν’ αποφύγουν τις καταδρομές και ν’ ανθέξουν, στο οικονομικό αποστράγγισμα. Αυτό το φαινόμενο αυτού του αξιοδάκρυτου λαού δούλων συγκίνησε τον Γ. Καραϊσκάκη, ώστε να διδαχτεί απ’ τα παθήματά του και να διαμορφώσει χαρακτήρα τέτοιον, που θεωρούσε την προσβολή ή την εναντίον ενός ατόμου αδικία ως επίθεση εναντίον όλου του συνόλου.
Η ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία είχε γίνει κόλαση. Δεν επρόκειτο πλέον περί κράτους αλλά περί ιεραρχίας ληστών, που ζούσαν εις βάρος του λαού. Η εκμηδένιση των Ελλήνων απέβλεπε στη δήμευση των περιουσιών τους. Μία συκοφαντία έφθανε, για να εκδοθεί το διάταγμα του θανάτου.
Κάτω απ’ τη σκληρή αυτή μάστιγα αφυπνίστηκε η εθνική συνείδηση του Γ. Καραϊσκάκη και η εθνική αντίδραση κατά της δουλείας ήταν φυσικό να επακολουθήσει.
Γι’ αυτό κι όταν ξέσπασε η επανάσταση, οι Έλληνες φαίνονταν σαν να ήθελαν να εκδικηθούν μέσα σε μία ημέρα τα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Η δίψα της εκδικήσεως κατασίγαζε ακόμη και τη φωνή της φύσεως. Ο Καραϊσκάκης πρώτος και παντού ηλέκτριζε τους επαναστάτες, που τον ακολουθούσαν πιστά, βλέποντας τη σύνεσή του και τον ακραιφνή πατριωτισμό του. Γι’ αυτόν πατρίδα του ήταν όλη η Ελλάδα και για την απολύτρωση όλης της Ελλάδας αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα.
Την αξία του ως στρατηγού και πολεμάρχου εκτίμησαν όλοι, ακόμη και οι εχθροί του. Γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης:
«…αναφαίνεται δε η αξία του ανδρός έτι μάλλον, όταν αναπολήση τις οποία τα κατά την στερεάν Ελλάδα, καθ’ ην ημέρα παρέλαβε την Αρχήν, και οποία, καθ’ ην ημέρα ετελεύτησεν· εξασθενήσαντα τον αγώνα ανέρρωσε, και πεσούσαν την στερεάν Ελλάδα ανήγειρεν· ουδείς δε αυτού αποθανόντος άξιος διάδοχος εφάνη, και δι’ αυτού ανεγερθείσα η στερεά Ελλάς μετέπεσεν εις δουλείαν.
Εθαύμαζαν τον Καραϊσκάκην και αυτοί οι πολέμιοι·
«ένα Ρεσίτην» (τον Κιουταχήν), έλεγαν, «έχουν οι Τούρκοι, και ένα Καραϊσκάκην οι Έλληνες· δύο λέοντες πολεμούν, και άδηλον τις θα καταβάλη τον άλλο.»
Πολλοί οι επί του αγώνος διακριθέντες κατά την στερεάν Ελλάδα οπλαρχηγοί· αλλ’ ο Καραϊσκάκης ανεδείχθη στρατηγικώτερος πάντων και αρχικώτερος.»1)

Και να σκεφτείτε ότι ο Σ. Τρικούπης που τα γράφει αυτά είναι συγγενής του θανάσιμου εχθρού του Γ. Καραϊσκάκη, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Η αδελφή του, η Αικατερίνη, είχε παντρευτεί τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος στην ιστορία που έγραψε για την Ελληνική Επανάσταση προσπάθησε να σκεπάσει τις ευθύνες τού γυναικαδέλφου του και να εξωραΐσει τον καταστρεπτικό του ρόλο.
Ο Καραϊσκάκης ήταν μυημένος από το 1817 στην παρασκευαζόμενη επανάσταση, απ’ τον καιρό που βρισκόταν κοντά στον Αλή-Πασά. Πλησίον του είχε εξαιρετική θέση και όταν ο Αλής αποστάτησε απ’ τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης με έξυπνο τρόπο προσήλθε δήθεν, για να πολεμήσει στο σουλτανικό στρατόπεδο. Στη συνέχεια δραπέτευσε και από εκεί, για να συναντήσει άλλους Έλληνες επαναστάτες, όταν άρχισαν τα πολεμικά γεγονότα.
Ο Καραϊσκάκης πολεμούσε για την απελευθέρωση της Ελλάδας και όχι για την προσωπική του δόξα. Πρώτα απ’ όλα ήταν ως πατριώτης πολύ μετριόφρονας. Περισσότερο ενδιαφερόταν για τους στρατιώτες του και λιγότερο για τον εαυτό του. Ορίστε ένα περιστατικό.
Όταν ο Καραϊσκάκης πολιορκούσε την Αθήνα, ζήτησε στρατιωτική ενίσχυση απ’ το Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κι αυτός του έστειλε τον γιο του, τον Γενναίο.
Ο Καραϊσκάκης έπειτα από μία συμπλοκή στην οποία ο Γενναίος είχε ορμήσει μεταξύ των πρώτων, για να απωθήσει τους Τούρκους και είχε βρεθεί μπροστά από βροχή σφαιρών, του συνέστησε σε τόνο αυστηρό να μην εκτίθεται στις μάχες.
«- Συ γιατί εκτίθεσαι; τού αντέτεινεν ο Γενναίος.
Μην κυττάς τι κάνω εγώ, απάντησε ο στρατηγός.
Αν πας εσύ, πάει η Ελλάδα. Αν πάω εγώ δεν παθαίνει τίποτε η Ελλάδα.
Πώς το λες αυτό; είπα με έκπληξη ο Γενναίος.
Έτσι το λέω κι έτσι είναι, επέμεινεν ο Καραϊσκάκης.
Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάει ο Γέρος, πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.»2)

Μία από τις αρετές τού αρχιστράτηγου της Ρούμελης ήταν και η μετριοφροσύνη, αλλά είναι γνωστό πόσο τα λόγια του ήταν μετρημένα, όταν μιλούσε για άλλους…
Αν όμως ο Γ. Καραϊσκάκης πολεμούσε γενναία για την απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν επέτρεπε βέβαια ποτέ στους άλλους να τον αγνοούν για προσωπικούς τους σκοπούς. Στη διαμάχη πολιτικών και στρατιωτικών και στη δίνη κυβερνητικών και αντικυβερνητικών κατά τον εμφύλιο πόλεμο ο Κωλέττης, προκειμένου να πολεμήσει τον Ζαΐμη ως αντικυβερνητικό συγκροτούσε εκστρατευτικό σώμα, προσκαλώντας όλους τους οπλαρχηγούς του στρατοπέδου των Σαλώνων, πλην του Καραϊσκάκη. Ο Κωλέττης, για να το επιτύχει αυτό, τους μίσθωσε πολύ ακριβά όλους.
Η αντίδραση του Γ. Καραϊσκάκη προς την κυβέρνηση ήταν άμεση. Αποφάσισε να ακολουθήσει τους άλλους αυτόκλητος και όταν έφτασε στην Πελοπόννησο έστειλε προς την κυβέρνηση την ακόλουθη λακωνική επιστολή υπό μορφήν τελεσιγράφου, σαν να τους έλεγε: «Είμαι και εγώ εδώ».

«Απορώ πώς ελησμόνησε και το γνήσιον τεκνόν της και δεν προσεκάλεσε και εμέ η Κυβέρνησις. Όμως εγώ, όστις, άμα ήχησε η σάλπιξ της ελευθερίας, επολέμησα τους Τούρκους, τώρα πολύ πλέον θα πολεμήσω δια τους νόμους και την πολιτικήν ύπαρξιν του έθνους και έρχομαι αυθόρμητος εις την Πελοπόννησον επί τούτω.»3)

Η άφιξη του Γ. Καραϊσκάκη στη Βοστίτσα (Αίγιο), Καλάβρυτα και Κερπινή με 1.500 στρατιώτες έστειλε το μήνυμα προς όλους και κυρίως προς τους αντικυβερνητικούς να μείνουν νομοταγείς και να συνενωθούν κατά των Τούρκων. Κανείς πια απ’ εδώ και πέρα δεν μπορεί ούτε να τον αγνοήσει ούτε να τον πολεμήσει. Η φωνή του ήταν πρόσταγμα για ομόνοια και συναδέλφωση.
Ορμητικός ο Καραϊσκάκης ως την αποκοτιά δεν ήξερε ποτέ τι θα πει κίνδυνος, μήτε φόβος. Έγραψε έτσι στις σελίδες της ιστορίας μας τα λαμπρά κατορθώματά του, κι ας έτρωγε τα πνευμόνια του η φθίση.
Μα όταν σε λίγο άρχισαν να ζωντανεύουν γύρω του τα όνειρα για μια ελεύθερη πατρίδα, ο Καραϊσκάκης συνεπαίρνεται. Θα ριχτεί στον αγώνα, δημιουργώντας έναν από κείνους τους θρύλους, που στέκονται προζύμι για τη μεγαλοσύνη του λαού μας.
Σ’ όλη του τη ζωή πολεμούσε για το έθνος των Ελλήνων κι έκανε πράξη τα λόγια του φιλοσόφου Σωκράτους «πατρός τε και μητρός τε και των προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστι η πατρίς και σεμνότερον…»

Ορίστε: Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Αθηνών ο Καραϊσκάκης στις 19 Αυγούστου 1826 έλαβε την πληροφορίαν ότι η σύζυγός του απέθανε εις τον Κάλαμον της Επτανήσου και τα μικρά παιδιά του έμειναν απροστάτευτα. αλλά δεν έφυγεν ούτε τότε. Έγραψε προς την κυβέρνηση:
«Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα.»4)

Στην απάντηση αυτή παρατηρούμε τη βαθειά συνείδηση της ανάγκης του αγώνα. Η βαρειά ευθύνη του ως αρχηγού κατέπνιγαν στον εσωτερικό του κόσμο κάθε άλλη υποχρέωση, κάθε άλλη κραυγή και κάθε πόνο. Γι’ αυτόν η πατρίδα ήταν υπεράνω όλων. Τέτοια φιλοπατρία είχε ο αγνός αγωνιστής του 1821.
Επίσης σχετική είναι και η μαρτυρία του Σπ. Τρικούπη, που υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος στο περιστατικό που ακολουθεί. Στον επικήδειο λόγο του, που εκφώνησε για τον Ανδρέα Ζαΐμη στις 5 Μαΐου 1840 είπε για τον Καραϊσκάκη:
«Έπνεε τα λοίσθια η πατρίς»…· «μετά την πτώσιν της ηρωικής πόλεως του Μεσολογγίου. … Σκέψις έγινε περί εκλογής γενικού αρχηγού των Ρουμελιωτικών στρατευμάτων και ιδού πρώτος ο Πρόεδρος Ζαΐμης προβάλλει – ποίον;
Τον εχθρόν του Καραϊσκάκην. Εκλέγεται πάραυτα ο προβληθείς παμψηφεί, μεταπέμπεται αυθημερόν εις το Κυβερνητικόν Συμβούλιον. Τον προυπαντά ο Ζαΐμης.
«Η Πατρίς» τον λέγει, «απαιτεί σήμερον την ένωσίν μας!»
«Την απαιτεί», αποκρίνεται και ο πατριώτης Καραϊσκάκης και πίπτει αμέσως ενώπιον εμού και των λοιπών μελών της κυβερνήσεως εις τας ανοικτάς αγκάλας του Προέδρου, ο οποίος τον ενδύει πάραυτα εν ονόματι της Κυβερνήσεως όλην την κατά την Στερεάν Ελλάδα στρατιωτικήν παντοδυναμίαν, και με την λαμπράν ευγλωττίαν, με την οποίαν τον επροίκισεν η φύσις, αποδίδει τον δίκαιον έπαινον εις την στρατιωτικήν του εμπειρίαν.»5)

Ο Ν. Κασομούλης που τον έζησε από κοντά και στη Βατσουνιά και στην Καστανιά Καρδίτσας και αλλού μάς πληροφορεί για το χαρακτήρα του:
«Η δραστηριότης του, το οξύθυμον, το αστείον του, το προβλεπτικόν του και το παρρησιαστικόν εις το να δίδη απολογίας εις τας αναφοράς τόσον των στρατιωτών καθώς και των επαρχιωτών, έδειχναν τον μέγαν άνδρα, όστις (μίαν ημέραν) έπρεπε να φανή, καθώς εφάνη.»6)

Και πραγματικά φάνηκε ο κορυφαίος του Εικοσιένα.
Όταν ο Αγώνας κινδύνευε, οι εχθροί του τον αποζητούσαν ως σωτήρα. Τότε έδειξε το μεγαλείο της ευφυίας, της λεβεντιάς και του γνήσιου πατριωτισμού του.
Υπήρξε ανυποχώρητος, άδολος και μακριά από πολιτικές ραδιουργίες.
Το φιλελεύθερο πνεύμα του, το ατίθασο του χαρακτήρα του, ενοχλούσε τους πολιτικούς και κύρια το Μαυροκορδάτο, που δεν μπορούσαν να τον εντάξουν στις προθέσεις τους. Γι’ αυτό τον καταδίωξαν, τον «δίκασαν» ως προδότη της πατρίδας και τελικά κατέφυγε στις ορεινές περιοχές των Αγράφων.
Η γενναία ψυχή του, όταν ο Ομέρ Βρυώνης κατέβαινε για την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και όλοι οι παλαιοί Αρματολοί κατατρομαγμένοι έκαναν καπάκια μαζί του, κατά την συνήθειά τους, ο μόνος, που δεν υποτάχθηκε τότε, επαναλαμβάνω, ο μόνος ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
«Εστήριξεν τον εαυτό του με την εθνικήν ευχήν. Ολίγον τον έμελεν αν είχε μπουριουντί δια τα Άγραφα.»7)

Προσκαλούσε όλους τους Έλληνες να αγωνισθούν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Στο προσκλητήριό του ανταποκρίθηκε και ο Νικήτας (Σταματελόπουλος), «αφήσας τους κατά του Ιμπραΐμη αγώνας του, ευχαριστήθη να συναγωνισθή εις την Ρούμελην ομού με τον Καραϊσκάκην.»

«Ούτε από (προσωπικήν) μετριοφροσύνην, ούτε από πολιτικήν τούς καλούσεν ο Καραϊσκάκης (εις σύμπραξιν). Αποδείχθη εις όλας τας περιστάσεις ότι ήτον λέων, πολλά υπερήφανος εις τας ευτυχίας του και πολύ ταπεινός εις τας αποτυχίας, έως να ενδυναμώσει, εις την δύναμίν του εφαίνετο λέων και εις την αδυναμίαν αλώπηξ.»8)

Ο Ν. Κασομούλης σε συνομιλία με τον Θοδωράκη σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Γ. Καραϊσκάκη ως γενικού αρχηγού:
«… μη νομίζεις, Θοδωράκη, ότι είναι εκείνος ο Καραϊσκάκης, τον οποίον εκλονίζαμεν – και ενδυναμώναμεν και αδυνατούσαμεν – εις Ναύπλιον, (ο ίδιος τώρα) και εις Ελευσίνα. Άκουγε, τον λέγω:
Το στρατόπεδον τώρα σύγκειται από 14 χιλιάδες στράτευμα και (αυτό) όλον έχει προσηλωμένα τα μάτια του προς αυτόν – πότε να προστάξη κανέναν να πεθάνη, και η μεγαλυτέρα τιμή εις τον κάθε Αξιωματικόν είναι, όταν τον ενθυμηθή, να του ειπή να [προ]-καταλάβη θέσιν, ή να υπηρετήσει (πολεμών και) εκτός του στρατοπέδου τούτου, (ακόμη) και έως εις το Λεσσίνι (Ελευσίνα).
Όλοι υπακούγουν προς αυτόν ωσάν εις τον Θεόν…»9)

«Τοιαύτη ήτον η αφοσίωσίς μας και αγάπη προς τούτον τον Αρχηγόν.»10)

Κι όμως αυτόν τον Αρχηγόν, όταν ήρθε η μοιραία ώρα δεν τον έκλαψαν μόνον οι Έλληνες, αλλά και ο ίδιος, ο μέγας εχθρός του, ο Κιουταχής, λυπήθηκε για τον θάνατο του.
Ορίστε:
«Εκείνην την ώραν, ένας σεΐζης Άραψ, … φθάσας εκεί ειδοποίησεν τον θάνατον του Καραϊσκάκη.
Αμέσως οι Τούρκοι άρχισαν να αγάλλωνται και να φωνάζουν, και τούτον έπεμψαν εις τον Κιουταχήν. Ο Κιουταχής, βλέπων την αταραξίαν του (ελληνικού) στρατοπέδου, καμίαν πίστιν δεν έδωσεν, αλλά τον εφύλαξεν (τον σεΐζη) έως να βεβαιωθή. Έλεγον όμως (αργότερα) ότι ελυπήθη πολλά διά τον θάνατόν του, και ότι τίποτες δώρον δεν έδωσεν ούτε εις τον Αράπην, ούτε εις εκείνους όπου παρρησιάζοντο να τον ειπούν ότι (αυτοί) τον εφόνευσαν.»11)

Ο Χριστόφορος Περραιβός, που τον γνώρισε από κοντά και συνεργάστηκε μαζί του, μας δίνει τα χαρακτηριστικά του:
«Ανάστημα μέτριον, σώμα ισχνόν, υπομέλαν και ασθενές, πρόσωπον μακρύ και λεπτόν· μέτωπον πλατύ, οφρείς πλατείαι, δασείαι, και μελαναί· οφθαλμοί μικροί και μελανοί, ώτα μεγάλα και λεία· ρις λεπτή και ευθεία· στόμα μεγάλον· οδόντες μικροί· μύσταξ μέτριος και μέλας· αι τρίχες της κεφαλής του ομοίως, εξ ων ήσαν και ολίγαι λευκαί·
Είχε νουν (ως προς έναν αμαθή) ικανώς εκτυλιγμένον, γεννητικόν και δραστήριον· ανδρείος και τολμηρός εις τους κινδύνους· στρατηγηματικός· ακούραστος εις τους αγώνας· μεγαλόψυχος εις τας σκληραγωγίας μολονότι ην αδύνατος· μεταδοτικός· κοινωνικός με όλους· παρά των συναγωνιστών συμβουλάς, πολεμικά σχέδια και ήκουε με προσοχήν και ηνήργει μ’ ευχαρίστησιν.
Και ταύτα μεν τα χαρακτηριστικά και φυσικά του προτερήματα, τα δε ελαττώματα, τα εφεξής· ην εσθότε παλίμβουλος· αισχρολόγος καθ’ υπερβολήν· πικρός υβριστής των ανάνδρων, πολλάκις και των φίλων· οξύθυμος· ώστε εφαρπάζετο ενίοτε εις τα πράγματα πριν ερευνήση την υπόθεσιν· ην εκ του εναντίου ικανός να διορθώνη τα ελαττώματά του, όταν έβλεπεν ότι επροξένουν σύγχυσιν και βλάβην· διότι εμεταχειρίζετο την πολυτροπίαν και αστειότητα· τελευταίον δεν εσυστέλετο εσθότε να ζητή και συγχώρεσιν.”12)

Το παράδοξο της ιστορίας του είναι ότι ο Καραϊσκάκης οδηγούσε κατά την επανάσταση στρατό ολόκληρο, που δεν έπαιρνε μισθό, σε ατελείωτες ταχύτατες νυχτερινές και ημερινές πορείες. Μοναδικό φαινόμενο της ελληνικής επαναστάσεως. Ο στρατός αυτός έμεινε αδικημένος, αφού ποτέ το ελληνικό κράτος, ούτε κατά την Επανάσταση, ούτε μετά την απελευθέρωση δεν πλήρωνε ούτε τους μισθούς του, ούτε αναγνώρισε την αξία του.
Και να φαντασθεί κανείς ότι στις πολλές ιδιομορφίες και παραδοξότητες του Αγώνα του 1821 ο Καραϊσκάκης μέσα στο δικό του σώμα είχε εντάξει και τακτικό στρατό και έτσι το σώμα του, το μεγαλύτερο που γνώρισε η Ελληνική Επανάσταση, αποτελούμενο από 14.000 άνδρες, ήταν μικτό: άτακτοι και τακτικοί. Οι άτακτοι πολεμούσαν οχυρωμένοι και οι τακτικοί ήταν εφεδρεία και έτρεχαν όπου ήταν ανάγκη.
Τις ιδιομορφίες ενός τέτοιου σώματος, μόνον ο Καραϊσκάκης μπορούσε να ισορροπήσει, εμφυσώντας πειθαρχία, τάξη, πατριωτισμό, ενότητα σε όλους και σ’ αυτούς που έπαιρναν μισθό, τους τακτικούς δηλαδή, και σ’ εκείνους τους αδικημένους, τους δικούς του, τους ατάκτους δηλαδή. Και στην περίπτωση αυτήν, αναδεικνύονται τα στρατηγικά προτερήματα του Καραϊσκάκη, που διοικούσε ένα στρατό, τον άτακτο, χωρίς αυτός να ζηλεύει και να μεμψιμοιρεί κατά του τακτικού, μόνον και μόνον γιατί αρχηγός τους ήταν ο Καραϊσκάκης.
Η ατυχία για το Γένος μας είναι ότι η συγκλονιστική αυτή προσωπικότητα χάθηκε από ελληνικό βόλι (και όχι από τουρκικό) σε μία προσχεδιασμένη συμπλοκή από το σαράκι της μνησικακίας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και των συνεργατών του, Άγγλων πρακτόρων, Κόχραν και Τσώρτς.
Η μοίρα της Ελλάδας είναι να την καταστρέφει η διχόνοια και ο Διχασμός. Και δολοφόνησαν ποιον; Τον Καραϊσκάκη που “είχε προσηλωθεί στην εθνική δόξα” και ήταν ο μόνος που στάθηκε όρθιος στην πιο δύσκολη στιγμή της Επαναστάσεως. Αυτόν που τραβούσε κοντά του: «πλήθη πεινώντων και γυμνητευόντων και τους ωδήγησεν εις την δόξαν».

Στο παρόν άρθρο μου προσπάθησα, στην οικονομία του χρόνου και του χώρου, να δώσω τα κύρια χαρακτηριστικά ενός μεγάλου και γενναίου άνδρα, τον οποίο η γενέτειρά του, το Μαυρομμάτι Καρδίτσας, τον τιμά ανελλιπώς, γιατί υπήρξε ο πατριώτης, ο ήρωας, ο ωραίος και αυθεντικός Έλληνας, που προσέφερε τα πάντα και δεν έλαβε τίποτε στη ζωή του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Σπυρίδωνος Τρικούπη. Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως. Τόμος Δ΄, σελ. 143. Εν Αθήναις. ΝΕΒ.
2) Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών. Η ελληνική επανάστασις. Μέλισσα. Τόμος 2ος, σελ. 93.
3) Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών. Η ελληνική επανάστασις. Μέλισσα. Τόμος 4ος, σελ. 523-524.
4) Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών. Η ελληνική επανάστασις. Μέλισσα. Τόμος 5ος, σελ. 497.
5) Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών. Η ελληνική επανάστασις. Μέλισσα. Τόμος 5ος, σελ. 545.
6) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Α΄, σελ. 370.
7) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Α΄, σελ. 396.
8) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Γ΄, σελ. 215. Εκδόσεις Βεργίνα.
9) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Γ΄, σελ. 333. Εκδόσεις Βεργίνα.
10) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Γ΄, σελ. 383. Εκδόσεις Βεργίνα.
11) Ν. Κασομούλη. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Τόμος Γ΄, σελ. 382. Εκδόσεις Βεργίνα.
12) Χριστοφόρου Περραιβού. Πολεμικά Απομνημονεύματα, σελ. 208-209. Εκδόσεις Βεργίνα.