34 χρονιά συμπληρώθηκαν χθες (26 Απριλίου του 1986) από το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ και πλέον γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο πυρηνικός εφιάλτης πέρασε και στο πιάτο μας από τις ραδιενεργές βροχές που έπεσαν στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θεσσαλίας.

Οι περιοχές της Δυτικής και Βόρειας Θεσσαλίας (Ελασσόνα, Κόζιακας, Αργιθέα, Πύλη, Μουζάκι) είναι από τις πλέον επιβαρυμένες με το ραδιενεργό καίσιο σε ότι αφορά την περιοχή μας, λόγω των βροχοπτώσεων που έπεσαν στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαίου του 1986. Αυτές ήταν ραδιενεργές και το δυσάρεστο είναι ότι το Καίσιο 134 και 137 έχουν ημιπεριόδο ζωής από 45 έως 80 χρόνια…

Στις μετρήσεις που έγιναν τα επόμενα χρόνια βρέθηκαν συγκεντρώσεις στις περιοχές αυτές πάνω από τα 50 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο, όταν το όριο ασφαλείας είναι τα 5 κιλομπεκερέλ… H «σκιά» του δυστυχήματος στο Τσέρνομπιλ πέφτει ακόμα -34χρονια- πάνω από την Ελλάδα όπως δείχνουν οι μετρήσεις των επιστημόνων. Τα ραδιενεργά στοιχεία – και ιδιαίτερα του καισίου – στο έδαφος, στα υπόγεια νερά, στο χώμα, στα φυτά, στα ζώα παραμένουν, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 1986.

Από το Καρπενήσι έως την Καρδίτσα, την Κατερίνη, το Κιλκίς και από τη Θεσσαλονίκη έως τη Χαλκιδική και τη Φλώρινα οι συγκεντρώσεις του – ραδιενεργού – καισίου φτάνουν ακόμα τα 65 Κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο εδάφους, όταν το όριο επικινδυνότητας, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν ξεπερνά τα 5 Κιλομπεκερέλ. Βεβαίως, ακόμα και σε τέτοια επίπεδα, οι τιμές αυτές δεν συγκρίνονται με τις αντίστοιχες που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια στη Βόρεια Ρωσία και τη Βόρεια Ευρώπη.

Το 1986, λίγες ημέρες ύστερα από το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ, οι επιστήμονες είχαν μετρήσει και στη χώρα μας υψηλές συγκεντρώσεις αντιμονίου, ζιρκονίου, δημητρίου και μαγγανίου – πρόκειται για πολύ επικίνδυνα στοιχεία. Ωστόσο, στις μετρήσεις που έγιναν το 96, η Ελλάδα βρέθηκε σχεδόν «καθαρή» σε όλα – με την εξαίρεση του καισίου… Οι μεγαλύτερες ποσότητες καισίου εντοπίζονται στη Δυτική Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία ενώ «λευκές» είναι οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Αττική και το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου. Υψηλές συγκεντρώσεις ραδιενεργών στοιχείων εντοπίστηκαν και στη θάλασσα.

Οι πλέον πρόσφατες μετρήσεις έδειξαν ότι στα νερά των Δαρδανελλίων η συγκέντρωση καισίου είναι 6 φορές υψηλότερη από αυτήν του Αιγαίου, η οποία με τη σειρά της είναι 7 φορές υψηλότερη από αυτή του Ιονίου Πελάγους. H ερευνητική ομάδα που τον επιμελήθηκε, με επικεφαλής τον καθηγητή κ. Σίμο Σιμόπουλο, διευθυντή του τομέα Πυρηνικής Τεχνολογίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, εδώ και είκοσι χρόνια ασχολείται συνεχώς με τις επιπτώσεις του Τσέρνομπιλ στην Ελλάδα.

«Λίγες μόνο εβδομάδες μετά το δυστύχημα, ένα απόγευμα, πήρα μόνος μου το αυτοκίνητο και γύρισα όλη την Ελλάδα», θυμάται ο ίδιος. «Ανά 10 χιλιόμετρα σταματούσα. Έσκαβα λίγο και μάζευα χώμα. Το Τμήμα μας στο Πολυτεχνείο, είναι το μοναδικό στην Ευρώπη που διαθέτει τόσο μεγάλο αριθμό δειγμάτων από χώματα. Μετρήσαμε τη ραδιενέργεια σε όλο το μήκος και το πλάτος της ελληνικής επικράτειας. Συνολικά 1.246 δείγματα εδάφους από εκείνη την εποχή εξακολουθούν μέχρι σήμερα να βρίσκονται ταξινομημένα στο υπόγειο του εργαστηρίου του Τομέα Πυρηνικής Τεχνολογίας».

Οι ερευνητές συνέκριναν τις αρχικές καταγραφές με νεώτερες – έως και σήμερα άλλωστε γίνονται συνεχώς μετρήσεις. Το συμπέρασμα είναι ότι ελάχιστα έχει αλλάξει η κατάσταση τα τελευταία 20 χρόνια. Άλλα 15 χρόνια αγωνίας. «Κανείς δεν γνωρίζει για πόσα χρόνια ακόμα θα μας βασανίζει η ραδιενέργεια. Δεν έχουμε εμπειρία. Τώρα την μαθαίνουμε. Ένα από τα άγνωστα σε μας στοιχεία είναι η χρονική διάρκεια των επιπτώσεων», λέει ο κ. Σιμόπουλος. «Τα ραδιενεργά κατάλοιπα έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής», αναφέρει από τη δική του πλευρά ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών κ. Στέφανος Τσιτομενέας.