105 χρόνια από την γενοκτονία των Ποντίων

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑ

Την ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου τίμησε χθες η Καρδίτσα. Το πρωί στο Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τελέστηκε δοξολογία και ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο των πεσόντων στο προαύλιο του ναού και κατάθεση στεφάνων.

Τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή για όλους αυτούς που μαρτύρησαν και ξεριζώθηκαν απ’ τον Πόντο, ενώ η λιτή εκδήλωση έκλεισε με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.

Επίκαιρη ομιλία πραγματοποίησε η κ. Παναγιώτα Χατζηδημητριάδου η οποία ανέφερε: «Κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου οφείλουμε ως Έλληνες , Πόντιοι και μη, να τιμούμε τη μνήμη των προγόνων μας οι οποίοι χάθηκαν άδικα εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Η σφαγή αυτή των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου αναφέρεται με τον όρο γενοκτονία, τη μεθοδική εξολόθρευση δηλαδή μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Οι πρόγονοί μας, Έλληνες του Πόντου, δεν χάθηκαν για κάτι που έκαναν αλλά για κάτι που ήταν. Ήταν Έλληνες και Χριστιανοί, πράγμα που δεν μπορούσαν να ανεχθούν οι εθνικιστές του Κεμάλ Ατατούρκ, για αυτό και έκριναν ότι πρέπει να ξεκινήσουν την εθνική εκκαθάριση.

Στις διάφορες περιοχές του Πόντου ζούσαν για πολλά χρόνια ακμαίοι ελληνικοί πληθυσμοί, οι οποίοι ήταν αστείρευτη πηγή πνεύματος και πολιτισμού. Ήταν ο τόπος που οι Έλληνες διέπρεπαν και δημιούργησαν.

Κάποια στιγμή οι αρμονικές σχέσεις Τούρκικών και ελληνικών πληθυσμών αρχίζουν να διαταράσσονται. Οι Τούρκοι επηρεαζόμενοι από τη συστηματική προπαγάνδα των εμπνευστών αυτής της θηριωδίας, αρχίζουν τις λεηλασίες και τις πράξεις βίας. Οι επίσημοι σύμβουλοι των Νεότουρκων, οι Γερμανοί, τους δίδαξαν ότι μόνο αν εξαφάνιζαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Έτσι, μέσα σε 7 χρόνια από το 1916-1923 χάθηκαν 350.000 Έλληνες.

Αρχικά, η απόφαση για την εξόντωση πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911. Εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε με το απάνθρωπο σχέδιο του Μουσταφά Κεμάλ την περίοδο 1919- 1923. Στόχος του ήταν να μετατρέψουν την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία σε εθνικό τουρκικό κράτος με την εξόντωση και τον εκτουρκισμό των άλλων λαών.

Οι Τούρκοι άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Εκεί δεν υπηρετούσαν μόνο αμόρφωτοι άνθρωποι, αλλά και γιατροί, φαρμακοποιοί, μηχανικοί και άλλα μορφωμένα άτομα διαφόρων επαγγελμάτων. Δινόταν βαρύτητα σε τεχνικά επαγγέλματα, κυρίως σιδηρουργούς, ξυλουργούς, πετράδες, κτίστες κτλ. Οι «στρατιώτες» αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται στις διανοίξεις δρόμων, κατασκευές γεφυρών, καναλιών, διωρύγων, σιδηροδρομικών γραμμών, στο σπάσιμο πέτρας στα λατομεία, στους εκχιονισμούς δρόμων, στην εξόρυξη κάρβουνου κλπ.

Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την κατάσταση διαβίωσης στα τάγματα εργασίας. Το νερό, τα τρόφιμα, η θέρμανση και τα υλικά καθαριότητας ήταν πολύ περιορισμένα ή δεν υπήρχαν καθόλου. Οι στρατιώτες τις Το καθεστώς των Τούρκων, επιπλέον, αμφισβήτησε το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετοικήσουν ακολουθώντας πολυήμερες εξοντωτικές πορείες.

Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν κάποιες πολύ παραστατικές εικόνες, όπως τον τρόπο αφανισμού μέσα σε μία νύχτα του χωριού Μπεϊαλαν στα Κοτύωρα:

“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουάριου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Πράγματι, περισσότεροι από 150 τσέτες μπήκαν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά.

Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν να τους κάψουν μέσα στα σπίτια τους.

Χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στον τόπο που θα γινόταν ο τάφος τους.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους, οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από κραυγές και θρήνους.

Τότε οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δύο δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Στη συνέχεια, σφάλισαν τις πόρτες και δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα για ν’ ανάψει η φωτιά. Σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.

Οι μητέρες έσφιγγαν στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αγκαλιάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να πέσουν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Σιγά σιγά ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.

Τον επίλογο της γενοκτονίας ακολουθεί η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία ρύθμιση από τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και η επιβολή από τη διεθνή κοινότητα της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Έτσι οι πρόγονοί μας ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες εστίες τους και μεταφέρθηκαν αναγκαστικά σε μια νέα πατρίδα.

Μετά τον ξεριζωμό σκόρπισαν σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, στους συνοικισμούς της πρωτεύουσας και σε άλλες περιοχές. Με την δύναμη της ψυχής τους, την εργατικότητα και την θέληση τους έστρωσαν από την αρχή το τραπέζι για να απλωθούν τα εδέσματα της προόδου, της δημιουργίας και της ομορφιάς. Το φτωχικό και άγονο χώμα της καινούργιας γης τους μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Ανάστησαν τα χωριά και πόλεις και τις έκαναν την νέα τους πατρίδα. Είναι οι άνθρωποι που μπορεί να δύσανε στην ανατολή αλλά ανατείλανε στη δύση.

Μόλις το 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923 αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Να τονίσουμε εδώ ότι η 19η Μαΐου για τον Τουρκικό λαό είναι ημέρα γιορτής. Για τον Ελληνισμό είναι μέρα πένθους και εθνικής μνήμης. Σαν κράτος επιδιώκουμε, βέβαια, τη συνεργασία και την ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους λαούς και φυσικά και με τους γείτονες μας Τούρκους. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα εθελοτυφλούμε και θα προδώσουμε την ιστορική αλήθεια.

Έχουν περάσει 105 χρόνια από τότε που 353.000 ανθρώπινες ψυχές χάθηκαν άδικα εξαιτίας του παραλογισμού κάποιων, οι οποίοι δεν δικαιούνται να ονομάζονται άνθρωποι. Ο πόνος όμως και οι μνήμες των απογόνων τους είναι ακόμα νωπές.

Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν ξανά τις ζωές τους από το μηδέν είναι ένα μάθημα για εμάς τους νεότερους Έλληνες να μπορούμε να διατηρούμε την αξιοπρέπειά μας και να ανταπεξέλθουμε σε δύσκολες και προβληματικές καταστάσεις με θάρρος, ψυχραιμία και αγωνιστικότητα.

Ο θρήνος της Τραπεζούντας, «Πάρθεν η Ρωμανία», είναι ένα Ποντιακό παραδοσιακό τραγούδι και συγκαταλέγεται στα ιστορικά τραγούδια, τα οποία αναφέρονται σε θλιβερά γεγονότα. Μέσα από το θρήνο όμως βγαίνει ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. “Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο”

«Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι ‘πορώ…»»: Κλαίω και νοσταλγώ, να

ξεχάσω δεν μπορώ Η μνήμη του Ποντιακού Ελληνισμού παραμένει ζώσα και περνά ως πολύτιμο φυλαχτό από γενιά σε γενιά».