Η ευρωπαϊκή ήπειρος αντιμετωπίζει το φετινό χειμώνα διπλή απειλή και ενεργειακής φτώχειας, αλλά και διατροφικής κρίσης, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Η έλλειψη φυσικού αερίου και οι περικοπές ενέργειας στη βιομηχανία, έχουν ως αποτέλεσμα μία σειρά από βιομηχανίες τροφίμων και λιπασμάτων να μειώνουν τις δραστηριότητές τους.
Ο κίνδυνος είναι ορατός να μειωθεί κατακόρυφα η παραγωγή τροφίμων στη γηραιά ήπειρο που ήδη δέχτηκε ένα πλήγμα την άνοιξη και το καλοκαίρι από την πρωτοφανή ξηρασία στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, ενώ φαίνεται πως ο κύκλος της ξηρασίας «μεταναστεύει» στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς έχουμε ελάχιστες βροχές στην Ελλάδα το τελευταίο τρίμηνο και οι αγρότες έχουν ένα ακόμη λόγο να προβληματίζονται ενόψει των χειμερινών σπορών, πέραν της αδυναμίας τους να εφοδιαστούν με λίπασμα.
Όπως αναφερει ο γνωστός γεωπόνος Σταμάτης Σεκλιζιώτης: «Καθώς απαιτείται ενέργεια σε όλη τη διαδικασία παραγωγής τροφίμων, οι αγρότες παραγωγοί και οι μεταποιητές, συσκευαστές, και διακινητές τροφίμων αισθάνονται ήδη την πίεση από τις “καυτές τιμές” της ενέργειας, ενώ ήδη σκέπτονται κάποια διακοπή ή επιβράδυνση της παραγωγής τους στους ψυχρότερους μήνες που πλησιάζουν. Η ένωση αγροτών της ΕΕ Copa-Cogeca, ανέφερε στους Financial Times ότι οι τομείς των γαλακτοκομικών και της αρτοποιίας επηρεάζονται πολύ περισσότερο από την άνοδο των τιμών των καυσίμων, επειδή οι διαδικασίες παστερίωσης και παραγωγής γάλακτος σε σκόνη, καταναλώνουν πολλή ενέργεια (Energy Intensive Processes).
Αυτό, με τη σειρά του, έχει ωθήσει προς τα πάνω τις τιμές του βουτύρου, του γάλακτος σε σκόνη και άλλα γαλακτοκομικά, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 80% και 55% αντίστοιχα στα τέλη Αυγούστου 2022, σε σχέση με ένα χρόνο πριν, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Στο μεταξύ, ορισμένα θερμοκήπια – τα οποία ρυθμίζουν τις θερμοκρασίες για καλλιέργειες λαχανικών εκτός εποχής αλλά και άλλων φυτών – στην Ολλανδία (όπως το πολλαπλασιαστικό υλικό θάμνων και δένδρων), σβήνουν από το πρόγραμμά τους ή μειώνουν κάποιες από τις παραγωγές τους αυτόν τον χειμώνα, λόγω των υψηλών τιμών των καυσίμων. Η Ολλανδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, επομένως μια μείωση της αγροτικής παραγωγής θα έπληττε τις αποστολές φρούτων, λαχανικών και ανθοκομικών από τη χώρα αυτή.
Δεν είναι λίγοι οι παρατηρητές που υποστηρίζουν ότι με τις γεωργικές εργασίες να επιβραδύνονται λόγω της ενεργειακής κρίσης, η ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων θα μπορούσε να επιστρέψει στην κατάσταση κάποιων παρελθόντων ετών (ως προς τις παραγόμενες ποσότητες και την ποικιλότητα των προϊόντων…).
Οι ειδικοί της αγοράς προβλέπουν ελλείψεις λιπασμάτων στην Ευρώπη λόγω διακοπής της παραγωγής μετά τις αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου.
Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου επηρεάζει βαθιά τους ενεργοβόρους κλάδους στην Ευρώπη, εκτός από την Βιομηχανία τροφίμων, ακόμη δε περισσότερο την βιομηχανία λιπασμάτων.
Καθώς το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται κατά μεγάλες ποσότητες για την παραγωγή λιπασμάτων, πολλοί παρασκευαστές λιπάσματος στην Ευρώπη έχουν πιεστεί ώστε να αλλάξουν επιχειρηματικές πρακτικές, με ορισμένους βιομηχάνους να αναγκάζονται είτε να μειώσουν είτε να αναστείλουν την παραγωγή στα εργοστάσια λιπασμάτων.
Η ένωση Fertilizers Europe με έδρα τις Βρυξέλλες, η οποία εκπροσωπεί τους παρασκευαστές λιπασμάτων, προειδοποίησε για την άνευ προηγουμένου κρίση στον κλάδο.
Τονίζεται ότι η δυνατότητα παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα, ως άμεσο αποτέλεσμα των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου.
Η Ένωση ζήτησε επείγουσα δράση για να βοηθήσει τον κλάδο, καθώς οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου προκάλεσαν την αναστολή του 70% της παραγωγής αμμωνίας στην Ευρώπη.
Το λίπασμα εξαιρείται από το πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ωστόσο, η προμήθεια λιπασμάτων από τη Ρωσία διεκόπη λόγω κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των μεταφορών και των ασφαλίσεων.
Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν ανησυχίες για ανεπαρκή προμήθεια λιπασμάτων στις ευρωπαϊκές χώρες εφέτος, με τις όποιες συνέπειες για τον Ευρωπαϊκό Πρωτογενή τομέα.
Πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι στις εμπορικές περιόδους 2022/2023 και 2023/2024 η Ευρώπη θα παρουσιάσει μεγάλους όγκους εισαγωγών από άλλες χώρες, όπως τις ΗΠΑ & Καναδά, την Λ. Αμερική, Αυστραλία και αλλού για κάποια βασικά είδη, περιλαμβανομένων των ζωοτροφών, κάποιων σιτηρών, ελαιόσπορων, και έτοιμων μεταποιημένων τροφίμων προστιθέμενης αξίας για τα δίκτυα των σούπερ μάρκετ.
Η μείωση της παραγωγής λιπασμάτων και η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου έχουν έρθει στο προσκήνιο κατά τις διαβουλεύσεις των Ευρωπαίων υπουργών Γεωργίας.
Η Ελλάδα από την άλλη για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ραγδαίας αύξησης της τιμής των λιπασμάτων, εκταμίευσε κοινοτικούς πόρους 60 εκατομμυρίων ευρώ για να τους διανείμει στους παραγωγούς για την προμήθειά τους.
Η κίνηση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης να κατανείμει το ποσό της ενίσχυσης για την αγορά λιπασμάτων με βάση τα τιμολόγια αγοράς από πέρυσι μέχρι φέτος το Σεπτέμβρη, είναι μεν σωστή αλλά πάσχει ως προς το ποσό που θα κατανεμηθεί στους παραγωγούς. Το ποσό των 60 εκατομμυρίων ευρώ που θα κατανεμηθεί δεν φτάνει παρά για να καλύψει ελάχιστα το κόστος αγοράς λιπασμάτων, αφού όπως και να το δει κανείς, είτε κατανεμηθεί σε 250.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, είτε στα 27 εκατομμύρια στρέμματα , κατά μέσον όρο αναλογούν 240 ευρώ για κάθε αγρότη, ή αλλιώς 2,2 ευρώ το στρέμμα, όταν το κόστος της λίπανσης ξεπερνά τα 30 ευρώ το στρέμμα σήμερα!
Πρακτικά λοιπόν αυτό σημαίνει πως εξαιτίας και της έλλειψης ρευστότητας (αλλά Θκαι της έλλειψης λιπασμάτων σε όλη την αγορά της Ευρώπης) τα χωράφια θα υπολιπανθούν και αυτό συνεπάγεται μειωμένη παραγωγή σε ποσοστό δυσανάλογο της έλλειψης λιπασμάτων. Οι γεωπόνοι λένε πως 20% λιγότερο από το αναγκαίο λίπασμα, μπορεί να επιφέρει ακόμη και 50% μείωση της παραγωγής.
Αυτό εντέλει σημαίνει μείωση των εσόδων για όλη την οικονομία, τους αγρότες, τους μεταφορείς, τα εργοστάσια τροφίμων και πάει λέγοντας, άρα τελικά πολλαπλάσια μείωση την επόμενη χρονιά των εσόδων του κράτους.
Και αν στο υπουργείο Οικονομικών τα βλέπουν με μια στενή μικρολογιστική οπτική, γιατί έχουν και το βραχνά της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης όφειλαν να ενημερώσουν οι επιτελείς ότι αν τα 60 γίνουν 260 εκατομμύρια ευρώ τα έσοδα για το κράτος, την εθνική οικονομία και την κοινωνία εντέλει θα ήταν πολλαπλάσια (υπάρχει πολλαπλασιαστής που ανέρχεται στο 8 για τα διατροφικά φυτά και στο 12 με 15 για την κτηνοτροφία) Και εντέλει υπάρχουν και μέτρα χωρίς κόστος για τον προϋπολογισμό όπως η διανομή περισσότερων ενισχύσεων για τα ψυχανθή ως συνδεδεμένη ενίσχυση για να λιπανθούν καλύτερα και να γίνουν πιο γόνιμα τα χωράφια μας για τις περιόδους διατροφικής ανασφάλειας που ήρθαν και θα έρθουν και στη χώρα και σε όλο τον πλανήτη.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τις ζωοτροφές, όταν χάνονται κοπάδια πλέον στη χώρα, άρα χάνεται πολύτιμο ζωικό κεφάλαιο και το εθνικό μας προϊόν η φέτα, το ίδιο και για την επιστροφή του ΕΦΚ πετρελαίου όταν δίνονται μόλις 73 λεπτά το στρέμμα για παράδειγμα στα αμύγδαλα, όπου φέτος οι αγρότες βλέπουν τις τιμές να κατρακυλούν προερχόμενοι μάλιστα από απανωτά χτυπήματα παγετού τα τελευταία χρόνια. Εδώ λοιπόν ισχύει η λαϊκή παροιμία «ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στο αλεύρι».
Γιάννης Κολλάτος