Προβληματισμός επικρατεί στον κάμπο το φετινόχειμώνα, καθώς με εξαίρεση τα δημητριακά, σε μιασειρά από προϊόντα με προεξάρχον το βαμβάκι, οιτιμές που απολαμβάνουν από την αγορά οι αγρότες,είναι απαγορευτικές και κάτω του κόστους.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί νέα γενιά υπερχρεωμένων αγροτών κυρίως νέων που εντάχθηκαν στα σχέδιατην τελευταία δεκαετία και αδυνατούν να δουνπροοπτική στο μέλλον.
Οι αιτίες έχουν νακάνουν κυρίως με τοκόστος της ενέργειας,των λιπασμάτων καιλοιπών εφοδίων και του πετρελαίου, που έχουνεκτοξευθεί την τελευταία διετία. Ενώ τα βοηθήματαπου δίνονται με το σταγονόμετρο από την κυβέρνησηγια αγορά λιπασμάτων και ζωοτροφών δεν επαρκούν.
Ήδη στο κυβερνητικό επιτελείο συζητείται η καταβολήδεύτερης δόσης περί τα 60 με 70 εκατομμύρια ευρώγια αγροτικό πετρέλαιο, ενόψει και των επικείμενωναγροτικών κινητοποιήσεων, αλλά και των εκλογών,που αναμένονται το πιθανότερο προς το τέλος της άνοιξης.
Την εξαγγελία ίσως να την κάνει ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Λάρισα τιςπροσεχείς ημέρες (ακόμη δεν έχει καθοριστεί η ακριβής ημερομηνία).
Προφανώς όμως αυτού του τύπου η επιδοματικήπολιτική που διατρέχει όλα τα κοινωνικά στρώματα μετις ηλεκτρονικές πλατφόρμες που «στήνονται» γιαβοηθήματα των 20 και των 30 ευρώ δεν επιλύουν τοπρόβλημα της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας στη χώρα.
Απαιτούνται μόνιμα και πιο δραστικά μέτρακαι χάραξη εθνικής στρατηγικής για τη γεωργία, τηνεπάρκεια στα τρόφιμα και κυρίως την ενέργεια.Ο υψηλός ειδικός φόρος κατανάλωσης στοαγροτικό πετρέλαιο είναι αναχρονιστικός καιαντιπαραγωγικός. Το πετρέλαιο κίνησης δεν τοχρησιμοποιούν ως καταναλωτές (άρα δεννομιμοποιείται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης) οιαγρότες, αλλά ως παραγωγοί. Είναι μέσο τηςπαραγωγικής τους διαδικασίας και φυσικά τα 60εκατομμύρια που εδόθησαν το καλοκαίρι όταν το πετρέλαιο είχε πάνω από 2 ευρώ το λίτρο, δενσυγκρίνονται με τα 160 εκατομμύρια ευρώ που είχανδοθεί τελευταία φορά ως επιστροφή του ΕΦΚ στουςαγρότες το 2016 (την οποία κατάργησε το τρίτομνημόνιο) όταν το πετρέλαιο κίνησης τότε είχε 1,15ευρώ το λίτρο.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό στην πολιτική ελίττων Αθηνών, ότι οι αγρότες δεν είναι επαίτες για ναζητούν διαρκώς βοηθήματα, στο πλαίσιο ενός αστικούμύθου που καλλιεργείται με ευκολία στη χώρα για ναδικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αλλά παραγωγοί εθνικού πλούτου.
Ζητούν ίσους όρους ανταγωνισμού με τουςΕυρωπαίους συναδέλφους τους για το κόστοςπαραγωγής, το ηλεκτρικό ρεύμα, το πετρέλαιο, τοκόστος χρήματος στην «αγροτική πίστη». Όλα ταπαραπάνω είναι τριπλάσια στη χώρα μας σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ η Ελλάδα παραμένει ηπλέον εξαρτημένη από τις κοινοτικές επιδοτήσεις στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος, όταν οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. παραχωρούν αφειδώςεθνικές ενισχύσεις.
Δεν μπορεί για παράδειγμα η τιμή του αγροτικούρεύματος κατά μέσο όρο, το τελευταίο διάστημασύμφωνα με στοιχεία της Eurostat να είναι στα 10λεπτά η κιλοβατώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στηνΕλλάδα πάνω από 22 λεπτά.
Σε γενικές γραμμές η παραμονή στην ύπαιθρο θα έπρεπε να αποτελεί εθνικό στόχο και η γεωργίαεθνική προτεραιότητα με δεδομένο ότι προσφέρεισημαντική μόχλευση στην απασχόληση και στο ΑΕΠτης χώρας. Τα μέτρα –επιδόματα προεκλογικούχαρακτήρα απλά διαιωνίζουν την αστυφιλία καιξηλώνουν αργά αλλά σταθερά το πουλόβερ τηςπαραγωγικής βάσης της χώρας.
Γιάννης Κολλάτος















