Οι φυσικές καταστροφές, η συνολική κρίση και η απώλεια τις πρώτες κιόλας ημέρες, φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την απόγνωση, καθώς το μέρος που άλλοτε αγαπούσε και έμαθε σ’ αυτό να ζει, έγινε πιθανόν αγνώριστο. Αντίστοιχες εικόνες βιώσαμε και στο Νομό μας τα τελευταία έτη με τον «Ιανό» το 2020 και με τον «Ντάνιελ» πρόσφατα. Ωστόσο, παρά την εύλογη δυσαρέσκεια στα πρόσωπά μας, η συνοχή ενός συνόλου ήλθε στο προσκήνιο, δείχνοντας οι πολίτες αλληλεγγύη, προθυμία για βοήθεια στο διπλανό τους, με στόχο την ανάκαμψη, όσο ανέφικτη κι αν έμοιαζε σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο.
Στις πρώτες αυτές δυσοίωνες ημέρες, βιώσαμε μια προσωρινή αύξηση συλλογικής ενότητας και συνεργασίας. Οι πολίτες του Νομού οργανώθηκαν σε ομάδες, με δικές τους πρωτοβουλίες, και παρείχαν βοήθεια σε κάθε πληγείσα περιοχή προσφέροντας σε όποιον είχε ανάγκη από νερό, τροφή και στέγη, έστω και προσωρινή. Στα αρνητικά συναισθήματα που μας είχαν καταβάλει τότε, όπως ο θυμός, η αίσθηση της εγκατάλειψης και απογοήτευσης, βάλαμε στη θέση τους την εγρήγορση, την αλληλοϋποστήριξη, επιδιώκοντας την (ψυχική κυρίως) ανασυγκρότηση.
Μεγάλος αριθμός των πολιτών εξέφρασε μια αλτρουιστική συμπεριφορά, που ομολογουμένως σε ελάχιστες περιπτώσεις την παρατηρούμε, και αφορά μια αδιανόητη κρίση. Αυτή η θεραπευτική συμπεριφορά αποτυπώθηκε αμέσως μετά τον καταστροφικό «Ντάνιελ». Όσο κι αν γνωρίζαμε πως πρόκειται για μια αξιοσημείωτη άνοδο στη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, ήταν αδύνατο να εξαλείψει παντελώς την απόγνωση που ένιωθε ο πολύπαθος Νομός και εξακολουθεί να νιώθει έως σήμερα. Επιστημονικές μελέτες που προσέγγισαν το θέμα συσπείρωσης των ανθρώπων μετά από καταστροφές, οδύνη ή πόλεμο, το χαρακτηρίζουν αυτό το διάστημα ως «μήνα του μέλιτος», που διαρκεί δηλαδή μόνο κάποιες εβδομάδες. Έπειτα επανέρχονται η δυσαρέσκεια, η θλίψη και η μιζέρια που όπως παρατηρούμε στο Νομό μας, συνοδεύουν όλη τη διαδικασία και τις συζητήσεις σχετικά με τις αποζημιώσεις και τις αποκαταστάσεις.
Επιμονή των κατοίκων να δώσουν εκ νέου… ζωή στις «χτυπημένες» περιοχές
Ένα άλλο γνώρισμα που παρατηρούμε στις πληγείσες περιοχές, είναι ο μόχθος και η επιμονή των κατοίκων να ανασυγκροτήσουν την ταυτότητα των τόπων τους, ακόμη κι αν έχει αλλοιωθεί αμετάκλητα από την περιβαλλοντική αλλαγή, συγκεκριμένα από τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου. Μια ύστατη προσπάθεια εκ μέρους τους να επαναφέρουν την αρχική εικόνα της περιοχής τους, την αίσθηση του «ανήκειν», την προσκόλληση σε έναν τόπο όπου μεγάλωσαν και έμαθαν να ζουν, ο οποίος δεν μοιάζει σε ό,τι γνώριζαν πριν την περιβαλλοντική διαταραχή.
Σε χωριά του πολύπαθου Δήμου Παλαμά, όπου ακόμη και η λύση της μετεγκατάστασης είναι ορατή στο… μέλλον, οι κάτοικοι έχουν γυρίσει πίσω στον τόπο τους, κάνοντας καθημερινά δουλειές για να θυμίσει η τοποθεσία κάτι από το κοντινό παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση, διακρίνεται η συναισθηματική και επιδραστική σχέση των κατοίκων με το συγκεκριμένο περιβάλλον, το νόημα που έχει αυτός ο τόπος για τους ίδιους. Οι κάτοικοι λοιπόν, έχουν εισέλθει σε μια διαδικασία ανάκαμψης των οικείων περιοχών τους, ακόμη και αν αυτές έχουν καταστεί εντελώς αγνώριστες από την καταστροφή.
Βέβαια, το αντίκρισμα αυτών των τόπων ή το να ζει κανείς ξανά εκεί, λειτουργεί ως διαρκή υπενθύμιση της όλης καταστροφής. Οι ίδιοι κάτοικοι λόγω της νοσταλγία για το μέρος που αγαπούν, επιλέγουν να γυρίσουν ξανά σε αυτό. Όμως, το αγνώριστο τοπίο όπως και η φυγή κοντινών ανθρώπων, προξενούν συγχρόνως ένα αίσθημα εγκατάλειψης. Είναι επομένως, δύσκολο να αντλήσει κανείς παρηγοριά από την παρούσα, υποβαθμισμένη κατάσταση ενός σπιτιού ή του τόπου γενικότερα. Πάντως αυτή η επιτακτική ανάγκη να αναδιαμορφωθεί ξανά ένας «χτυπημένος» τόπος από καταστροφή, αποτελεί τον αγώνα των πληγέντων να αναπτύξουν εκ νέου μια κοινότητα, υπερνικώντας έτσι το αρχικό αίσθημα του αποπροσανατολισμού.