Η Ελλάδα και η Ευρώπη εισέρχονται στον πλέονδύσκολο ενεργειακά χειμώνα και η κρατικήεπιδότηση με 1,9 δις ευρώ για την καταπολέμηση τηςενεργειακής φτώχειας στη χώρα, απλά μετριάζει τοοξυμένο πρόβλημα των ανεξέλεγκτων αυξήσεων τωντιμών σε ρεύμα και φυσικό αέριο, ενώ για τα υγράκαύσιμα οι επιδοτήσεις τύπου fuel pass απλάαποτελούν μέτρο «ασπιρίνη».
Σύμφωνα με τονκαθηγητή τηςΠολυτεχνικής Σχολής τουΑΠΘ Γιάννη Μυλόπουλοωστόσο για τη χώρα μας το πρόβλημα είναι ακόμη πιοδυσανάλογο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρεςκαι αυτό γιατί έχουμε 3,5 φορές πιο ακριβό ρεύμα σεσχέση με Ισπανία και Πορτογαλία και 3 φορές πιοακριβό από τη Γερμανία, όπου ως γνωστόν οκατώτατος μισθός είναι διπλάσιος από τον αντίστοιχοελληνικό.
Το πρόβλημα πέρα από τα νοικοκυριά μεταφέρεταικαι στις επιχειρήσεις που χάνουν μεγάλο μέρος τηςανταγωνιστικότητάς τους, άρα διατρέχει το σύνολοτης κοινωνίας και της οικονομίας.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας επιλέξει ναεφαρμόσει επιδοματική πολιτική στα τιμολόγια τουρεύματος, δεν επεμβαίνει ρυθμιστικά στην ενεργειακήαγορά και δεν επιβάλλει πλαφόν στις ανατιμήσεις-όπως κάνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις- αφήνονταςτις τιμές να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Για να έρθει εκτων υστέρων, σε μια ήδη διαμορφωμένη ακριβή ενεργειακή αγορά και να επιδοτήσει τα τιμολόγια τωνκαταναλωτών.
Κι ακόμη στη χώρα μας, ακολουθώντας το γνωστόδόγμα της αυτορύθμισης της ενεργειακής αγοράςιδιωτικοποιήθηκε η ΔΕΗ, την ώρα που ακόμη και ονεοφιλελεύθερος οικονομικά πρόεδρος Μακρόν στηΓαλλία προσέφυγε σε μέτρα κρατικής παρέμβασηςστις αγορές, με την επανακρατικοποίηση της ΓαλλικήςΔΕΗ και την επιβολή πλαφόν στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων παραγωγής και παροχής ρεύματος.
Χωρίς κρατικό πυλώνα στην ενέργεια είναι λογικό ότι μεγάλα ενεργειακά project όπως τα υδροηλεκτρικάκαι εν προκειμένω τα φράγματα Συκιάς καιΜεσοχώρας που αφορούν πρωτίστως τη Θεσσαλία,δεν προχωρούν για να μετριάσουν το πρόβλημα τηςακριβής ενέργειας, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνειπως δεν θα μπορούσε να δοθεί πολιτική κατεύθυνσηγια την εξεύρεση «ενεργειακού partner» από τονιδιωτικό τομέα για να τα «τρέξει»…
Με τις σημερινές τιμές ρεύματος αν λειτουργούσαν η Συκιά και η Μεσοχώρα, παράλληλαμε το Πευκόφυτο και το Μουζάκι το ετήσιο ενεργειακόκέρδος συνυπολογίζοντας και την εξοικονόμησηενέργειας, από την κατάργηση μέρους των 33.000γεωτρήσεων στο θεσσαλικό κάμπο, θα ήταν πάνω από300 εκατομμύρια ευρώ. Για να μην αναφερθούμε στο περιβαλλοντικό όφελος και στην προστιθέμενη αξίαστον πρωτογενή τομέα. Το σημαντικότερο ωστόσοείναι πως υποθηκεύεται το μέλλον μας αδιαφορώνταςγια έργα που θα δώσουν λύση στο τεράστιο πρόβληματης ερημοποίησης του πιο εύφορου κάμπου τηςχώρας, όπου το έλλειμμα νερού στον υπόγειουδροφόρο ορίζοντα της Θεσσαλίας έχει ξεπεράσει τα3 δις κυβικά μέτρα…
Φυσικό είναι σε αυτό το ανεξέλεγκτο ιδιωτικόπάρτι οι κερδοσκόποι της ενέργειας να θησαυρίζουνεις βάρος των πολιτών, ωστόσο το πρόβλημα μεταφέρεται και στο μέλλον και υποθηκεύει τηνελληνική οικονομία.
Αντί να επενδύονται παραγωγικά τα 1,9 δις ευρώπου προέκυψαν από το πλεόνασμα του τουρισμού καινα μοχλεύονται μαζί με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την ενεργειακή και διατροφική αυτάρκειατης χώρας, επιλέγεται η πολιτική της επιδότησης γιανα βγει ο χειμώνας, μιας και στη συνέχεια έχουμεεκλογές μπροστά μας….
Όπως σημειώνει ο κ. Μυλόπουλος αντί ηκερδοσκοπία στην αγορά ρεύματος στη χώρα μας νασυνιστά ποινικό αδίκημα και να διώκεται, όπως αλλού, αφήνεται ανεξέλεγκτη και αντιμετωπίζεται εκ τωνυστέρων, με επιδοτήσεις των ήδη πανάκριβωντιμολογίων.
Η επιδοματική πολιτική, ενώ φαίνεται να στηρίζειτους καταναλωτές, στην πραγματικότητα επιδοτεί τιςμεγάλες επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν σε βάροςτου πολίτη. Γιατί οι επιδοτήσεις μεταφέρονταιαπευθείας από τους καταναλωτές στουςκερδοσκόπους.
Αντί δηλαδή να επιδιώκεται ο έλεγχος τηςενεργειακής αγοράς και ο περιορισμός τωνανατιμήσεων, όπως συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη,νομιμοποιείται και επιδοτείται με δημόσιο χρήμα ηαισχροκέρδεια.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη επιχείρησηαναδιανομής πλούτου και μεταφοράς του από τοκράτος και από τους φορολογούμενους, μέσω τωνεπιδοτήσεων και των τιμολογίων του ρεύματοςαντίστοιχα, στις επιχειρήσεις παραγωγής καιπαροχής ρεύματος, σημειώνει ο καθηγητής τουΠολυτεχνείου.
Επιδοτώντας με 1,9 δις δημόσιο χρήμα τιςεπιχειρήσεις που κερδοσκοπούν, αυτό που συμβαίνειείναι ότι επιδεινώνονται σοβαρά οι δημοσιονομικοίδείκτες. Ήδη, το πλεόνασμα στο δημοσιονομικόισοζύγιο, μετά την έξοδο από τα μνημόνια, έχει γίνεισήμερα έλλειμμα και μάλιστα της τάξης του 9,7% τουΑΕΠ. Που σημαίνει αντίστοιχη αύξηση του εξωτερικούχρέους της χώρας.
Υπενθυμίζεται ότι το 2009, η χώρα με έλλειμμα15,1% του ΑΕΠ μπήκε σε δημοσιονομική επιτήρησηαπό τους δανειστές της.
Σήμερα, με το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 9,7%του ΑΕΠ είμαστε πολύ κοντά και πάλι σε μια νέαπεριπέτεια αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης,μόλις καταφέραμε μετά από 12 χρόνια νααπαλλαγούμε από αυτήν.
Γιάννης Κολλάτος







