Αρκετές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να αδιαφορεί ή να αποφεύγει οτιδήποτε συμβαίνει μακριά μας, θεωρώντας πως η απόσταση λειτουργεί αποτρεπτικά για τον κάθε κίνδυνο, πως μια «ασπίδα» μας προστατεύει από τα δεινά του υπόλοιπου κόσμου. Παρακολουθώντας καθημερινά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, τα συναισθήματα που προκαλούν η απώλεια, ο εκτοπισμός, οι κατεδαφισμένες πόλεις, είναι τέτοιου μεγέθους που μοιάζει αδύνατον τις σβήσουμε από το νου.
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Όσο μακριά θεωρούμε τον κίνδυνο, τόσο πιο κοντά είναι. Όσο επιμένουμε σε μακρινές αποστάσεις και απρόοπτα που υποτίθεται δε συμβαίνουν εδώ, οδεύουμε κι εμείς σε μελλοντικούς κινδύνους με άγνοια και παντελώς ανυποψίαστοι. Διότι το ενδιαφέρον για όσα δεινά ταλαιπωρούν τους άλλους, δεν διαφέρει και πολύ σε σχέση με όσα συμβάντα έχουν καθηλώσει όλους σχεδόν τους λαούς στο πέρασμα των αιώνων. Πόλεμος, συγκρούσεις, διωγμός, κατοχή, πρόσφυγες από τη μία στιγμή στην άλλη, οι ίδιες σκληρές εικόνες ανεξαρτήτως τελικά σε ποια εποχή τυγχάνουμε να ζούμε.
Αυτές τις ημέρες λοιπόν, που κυλούν ενοχικά και με μια βαριά ανάσα, καθώς απαριθμούμε τόσες απώλειες αμάχων και χιλιάδες τραυματισμούς, προκύπτει ακατανόητη δίψα μερικών που θαρρούν ότι η ανάλυση των οπλικών συστημάτων αποτελεί μέρος μιας ζωής που συνθηκολογεί με το κακό, με τη σκανδάλη του όπλου ή την ενεργοποίηση πυραύλων. Μια ανάλυση προσαρμοσμένη στα σενάρια που μας προσφέρουν οι αντίθετες πλευρές στη Μέση Ανατολή (και όχι μόνο), που φθάνουν δυστυχώς στα επίπεδα κινηματογραφικών ταινιών.
Το τελευταίο διάστημα αποκαλύπτεται και η ανησυχία πολιτών αλλά και πολιτικών περί πιθανών αυξημένων ροών προσφύγων προς τη Δύση. Αποφεύγουν όμως, το αντίκρισμα της αλήθειας, ότι οι λαοί αυτοί, ξεριζωμένοι από τις εστίες τους, μετακινούνται από χώρα σε χώρα και γιατρειά στις πληγές τους δε βρίσκουν όπου κι αν στέκονται. Υπάρχουν ομάδες ατόμων που εγκλωβίζονται ανάμεσα σε χώρες που εμπλέκονται αυτή τη στιγμή στην πολεμική σύρραξη, με κλειστή κάθε πιθανή διέξοδο προς την ελευθερία.
Ουδέποτε η λύση στον άνθρωπο είναι να κλείνει τα μάτια του στην αδικία και την καταστροφή είτε προέρχονται από φυσικά φαινόμενα, είτε ακόμη και από το είδος μας που καθορίζει εν πολλοίς την τύχη της Γης. Είναι δυνατόν εμείς, ως Καρδιτσιώτες να στρέφουμε αλλού το βλέμμα μας, όταν βιώνουν καταστροφές οι κάτοικοι της Μαγνησίας, του Έβρου ή της Εύβοιας, ή ακόμη και άνθρωποι σε γειτονικές ή απομακρυσμένες χώρες; Την ίδια μάλιστα στιγμή που η τοπική μας κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα… κέντρο μελέτης ακραίων πλημμυρικών φαινομένων, εδώ που έχει θρηνήσει ζωές από τα ορμητικά νερά ενώ κάτοικοι χωριών έχουν αναζητήσει αλλού στέγη και ζωή.
Η ενσυναίσθηση για τον διπλανό μας, η εγρήγορσή μας για τις ειδήσεις περί νέων ιών σε κάποιο άλλο μακρινό μέρος του πλανήτη, πρέπει να αποτελούν υπενθυμίσεις σε όλους μας πως και σε εμάς ενδεχομένως μπορεί να μας επηρεάσουν. Όσο κι αν το αξιολογούμε στο μυαλό ως κάτι αδιανόητο ή αμελητέας σημασίας γεγονός. Είναι καιρός το «εγώ» που προτάσσουμε ως τοπικές περιοχές, ως χώρες ή κοινωνικές ομάδες να δώσει βήμα στο «εμείς», αφήνοντας στην άκρη διαχωρισμούς ή φραγμούς, να διώξει πάνω από το κεφάλι μας το κέλυφος με το οποίο κρυβόμαστε από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ενδεχομένως η σκέψη μας για τους ανθρώπους που τρέχουν να αποφύγουν τους ανεξέλεγκτους πυραύλους, να μην βοηθά έμπρακτα να εξομαλυνθεί η κατάσταση που βιώνουν. Ωστόσο, και μόνο η σκέψη μας φανερώνει τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον πόνο του διπλανού. Ιδίως εμείς ως Καρδιτσιώτες, που για ολόκληρους μήνες με τις εικόνες του νερού να σκεπάζουν απέραντες εκτάσεις, νιώθουμε την απότομη απώλεια, την απόγνωση, και τις επιπτώσεις από τις σφοδρές, αιφνίδιες πλημμύρες.