ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ

Λίγο καιρό πριν, η κυβέρνηση εξήγγειλε την απολιγνιτοποίηση της χώρας ως μια ενέργεια στο υποτιθέμενο πλαίσιο της απεξάρτησης της Ελλάδας από ορυκτούς άνθρακες και υδρογονάνθρακες, με το τελευταίο να υπονοεί το πετρέλαιο αφού στους υδρογονάνθρακες ανήκουν και άλλα καύσιμα, όπως το φυσικό αέριο.

Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι η απολιγνιτοποίηση συνιστά ένα μεγάλο βήμα προς την επέκταση της χρήσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους.
Η συγκεκριμένη απολιγνιτοποίηση σημαίνει την κατάργηση της χρήσης των λιγνιτικών πεδίων Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου και Μεγαλόπολης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Δικαιολογία υπαρκτή, μέχρις ενός βαθμού.

Η ρύπανση της ατμόσφαιρας. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η απολιγνιτοποίηση φαίνεται να είναι μια ενέργεια σωστή, οικολογική, φιλική προς τον πολίτη και το περιβάλλον. Ωστόσο, αυτά τα ίδια δεδομένα, χωρίς να είναι ψέματα, δεν συνιστούν παρά μόνο την μισή αλήθεια. Η απόδειξη, απλά και κατανοητά, είναι η μονάδα Νο 5 της Πτολεμαΐδας, η οποία είναι άψογη ως προς την περιβαλλοντική προστασία της περιοχής, των κατοίκων και των εργαζομένων. Αυτό, δεν είναι περίεργο.

Η μονάδα Νο 5 είναι εξοπλισμένη κατάλληλα, με τα πλέον  προηγμένα συστήματα αντιρρυπαντικής προστασίας. Αντί, λοιπόν, να εξοπλιστούν ανάλογα και οι υπόλοιπες μονάδες, απλώς καταργούνται οι λιγνιτικές μονάδες. Το κόστος της μετατροπής αυτής του εξοπλισμού των άλλων μονάδων είναι μεγάλο, αλλά το κόστος των εναλλακτικών τρόπων απόκτησης ηλεκτρικής ενέργειας, με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο ή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, είναι πολύ μεγαλύτερο, χωρίς να συνυπολογιστεί το θέμα της ενεργειακής (οικονομικής και πολιτικής) εξάρτησης.

Ανάμεσα στις δικαιολογίες της κυβέρνησης για τη συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται η θέση, οι απαιτήσεις και η προσαρμογή της χώρας στις αποφάσεις της ΕΕ. Ωστόσο, η Γερμανία καίει άνθρακα και καλά κάνει, αφού ο καθένας χρησιμοποιεί (πρέπει να χρησιμοποιεί) αυτό που έχει, αρκεί να μην ρυπαίνει και, ακριβώς οι ανθρακικές μονάδες της Γερμανίας είναι, περιβαλλοντικά, άψογες.

Επί πλέον όλων αυτών, με δεδομένο ότι η ρυπαντική δράση των λιγνιτικών μονάδων είναι αντιμετωπίσιμη, κανείς δεν απαντά στο τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, καθώς και με το μεγάλο δίκτυο των δορυφόρων επαγγελματικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, που τροφοδοτούν και συνεργάζονται με τις λιγνιτικές μονάδες.
Η αντικατάσταση της παραγωγής ενέργειας των λιγνιτικών μονάδων με ΑΠΕ είναι η δεύτερη μισή αλήθεια.

Όταν εμφανίστηκαν οι ΑΠΕ, όλος ο κόσμος, ακόμα και ο επιστημονικός, πίστεψε ότι έφτασε η στιγμή της απαλλαγής από τη ρύπανση, χωρίς να αξιολογηθούν κάποιες, βασικές πλευρές του θέματος, όπως η απόδοσή τους, η  φύση τους και το πλαίσιο χωροθέτησής τους. Και οι τρεις βασικές ΑΠΕ, που βρίσκονται υπό χρήση, υπό αξιολόγηση και υπό αμφισβήτηση, η υδροηλεκτρική, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, από πλευράς απόδοσης, μειονεκτούν κατά πολύ, πάρα πολύ, σε σχέση με τις θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ενώ η σύγκριση με τους πυρηνικούς σταθμούς είναι αδιανόητη.

Κι αν κανείς βιαστεί να διαμαρτυρηθεί για την πυρηνική ενέργεια, δικαίως, υπενθυμίζεται ότι εκκρεμεί η επίτευξη ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς πυρηνικής σύντηξης, ό,τι, ακριβώς, γίνεται στον ήλιο. Οι σταθμοί πυρηνικής σύντηξης θα αντικαταστήσουν στο μέλλον, ας ελπίσουμε στο όχι τόσο μακρινό μέλλον, τους σημερινούς σταθμούς πυρηνικής διάσπασης. Η πυρηνική σύντηξη είναι παραγωγή ενέργειας πάρα πολύ μεγαλύτερης απόδοσης και, κυρίως, αβλαβής, σε σχέση με την πυρηνική διάσπαση.

Προς το παρόν, εκείνο που μένει είναι ότι η χρήση των ΑΠΕ αντιπροσωπεύει συμπληρωματική και όχι βασική χρήση, ότι εξαρτώνται άμεσα από την εναλλαγή ημέρας και νύχτας και από τις καιρικές συνθήκες και, επί πλέον, η χωροταξική τους τοποθέτηση αντιμετωπίζει πολλούς περιορισμούς. Ετσι, η αντικατάσταση της παραγόμενης ενέργειας των λιγνιτικών σταθμών από τις μονάδες ΑΠΕ, εμφανίζεται, τουλάχιστον, ακατανόητη, πολύ περισσότερο που οι μονάδες ΑΠΕ εξαρτώνται από τις φυσικές συνθήκες, ημέρα, νύχτα, ηλιοφάνεια, νέφωση, άνεμος, βροχές, είναι, δηλαδή, στοχαστικές μονάδες παραγωγής ενέργειας ανίκανες να αποτελέσουν ισχύ βάσης.

Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί είναι ανεπαρκείς, λόγω της μειωμένης προσφοράς νερού, ιδιαίτερα την ξηρή περίοδο του έτους (θέρος), αλλά και λόγω μεσογειακού κλίματος, πράγμα που επιδεινώνεται από την Κλιματική Αλλαγή, η οποία χαρακτηρίζεται, για την περιοχή της Μεσογείου και την Ελλάδα, από αύξηση των θερμοκρασιών και μείωση των βροχοπτώσεων. Μόνη λύση, πάντα σε επίπεδο συμπλήρωσης και όχι αντικατάστασης, λόγω και της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί αναστρέψιμης ροής, υπάρχουν, ήδη, στη  Ελλάδα. Εκεί, με κατάλληλη υδατική διευθέτηση, τη νύχτα, που η κατανάλωση μειώνεται κατά πολύ, το ηλεκτρικό ρεύμα, που δεν μπορεί να αποθηκευτεί, χρησιμοποιείται για την άντληση  του νερού πίσω στον ταμιευτήρα για να επαναχρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ρεύματος με νέα υδατόπτωση. Προς τούτο, απαιτείται και ένα ακόμη φράγμα, μικρότερου, κατάντη του πρώτου, του ηλεκτροπαραγωγικού, για τη συγκέντρωση των υδάτων προς άντληση.

Τα φωτοβολταϊκά πάρκα, έχουν τα ανάλογα μειονεκτήματα, με το επιπρόσθετο μειονέκτημα, την αλλαγή του φυσικού τοπίου, την αλλαγή του χώματος, του βράχου, των δέντρων, των φυτών, των ζώων με τα φωτοβολταϊκά πάνελ. Ακόμα κι αν, υποθετικά, μπορούσαν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες ενός τόπου, με την απαραίτητη επέκτασή τους, μια κάλυψη που δεν ισχύει, σε τι περιβάλλον θα ζούσαν τα έμβια όντα και ο ίδιος ο  άνθρωπος!
Η αιολική ενέργεια είναι ενέργεια γ΄ κατηγορίας, διάσπαρτη, μεταβλητή και μη κατανεμόμενη, πολύ περισσότερο από τις άλλες μορφές ανανεώσιμης ενέργειας, δεν μεταφέρεται εύκολα και δεν συμφέρει η μεταφορά της, έτσι, συνυπάρχει με τις άλλες ηλεκτροπαραγωγές, μόνο και μόνο επειδή είναι υποχρεωτική με νόμο, και επιδοτείται, υποχρεωτικά, με νόμο.

Ο νόμος αυτός είναι το κατόρθωμα της Γερμανίας, βασικής χώρας κατασκευής ανεμογεννητριών, να προωθήσει την αναγκαιότητά τους μέχρι την ΕΕ και να επιτύχει μια υποχρεωτική και αναλογική κατανομή στα κράτη – μέλη. Ενας νόμος που στηρίζει τους «επενδυτές», οι οποίοι, απλώς, μεταπωλούν, τις ανεμογεννήτριες, όταν ολόκληρος ο πολιτισμένος και πολιτικά ανεξάρτητος κόσμος τις διώχνουν και δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, πέραν όλων των άλλων μειονεκτημάτων, γιατί δαπανάται το δημόσιο χρήμα για έργα, που η ζωή τους διαρκεί, το πολύ, είκοσι χρόνια, αφού κανένα αιολικό πάρκο, σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν έχει ,αντικατασταθεί, μετά το τέλος της ζωής του. Τους «επενδυτές» που δεν φτιάχνουν τα αιολικά πάρκα (διάρκειας ζωής μέχρι 20 χρόνια, για να μην ξεχνιόμαστε) σε έρημες περιοχές ή σε βραχονησίδες γιατί, εκεί, δεν υπάρχουν υποδομές, λιμάνια, δρόμοι, ηλεκτρικό ρεύμα, κι έτσι, μετατρέπουμε το ιστορικό και αισθητικό κυκλαδικό τοπίο π.χ. σε βιομηχανικό πάρκο, εξαιρώντας, βεβαίως, κάποια νησιά, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη κ.α.

Τέλος, ως προς τη συμμετοχή των πολιτών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε θέματα περιβάλλοντος υπάρχουν κάποια σημαντικά θέματα, στα οποία δεν έχει τοποθετηθεί η κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι έχει, επανειλημμένως, προκληθεί να απαντήσει. Τα θέματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

Η Σύμβαση Ααρχους, που κυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 2005 με το Νόμο 3422/12-12-2005 (Φύλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) Α΄ 303/2005),
Το ΣΥΓΑΠΕΖ (Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών) Προεδρικό Διάταγμα 148/2009 – εναρμόνιση με την Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ για την περιβαλλοντική ευθύνη σχετικά με την πρόληψη και αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας. Το ΣΥΓΑΠΕΖ συστάθηκε για την πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών και αποτελεί Αυτοτελές Τμήμα του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων (ΣΕΠΔΕΜ) σύμφωνα με το Π.Δ. 100/2014 (Α΄ 167) «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής»
Το Δίκτυο Natura, μέσα στο οποίο επιχειρείται η κατασκευή αιολικών πάρκων, χωρίς άλλα σχόλια.
Ο Ν. 3199/2003, ΦΕΚ 280/Α/9-12-2003, που αφορά στην προστασία και βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων – εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 και που έχει ιδιαίτερη σημασία για το υδατικό δυναμικό, επιφανειακό και υπόγειο, ιδιαιτέρως σε περιοχές που δομούνται από συγκεκριμένου τύπου πετρώματα.

Οι ερωτήσεις πάνω στα θέματα αυτά είναι απλές και προφανείς. Ισχύουν ακόμα; Εφαρμόστηκαν; Ζήτησε κανείς την εφαρμογή τους; Εχει προσφύγει κανείς για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης Ααρχους, του ΣΥΓΑΠΕΖ, του Δίκτυου Natura και του Ν. 3199/2003;

Οι «επενδύσεις για αιολικά πάρκα έφεραν και κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά και δικαστικά δεδομένα. Εφεραν τη δίωξη 100 τηνιακών πολιτών, μετά από μήνυση της «επενδυτικής εταιρίας» για απώλεια εσόδων από τις κινητοποιήσεις και ζητούν από τον καθένα 3.000 ευρώ. Ετσι πιστεύουν ότι θα περιοριστεί η συμμετοχή σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις και, το χειρότερο, αυτή η νέα αντίληψη και αντίδραση αντιμετωπίστηκε ως μια φυσιολογική ενέργεια του κεφαλαίου, μια ενέργεια, όπως όλες οι άλλες, ανοίγοντας νέους δρόμους στη θεώρηση, αξιολόγηση και αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων εργαζομένων και διαμαρτυρομένων.

Είναι, απολύτως, σαφές ότι ενέργειες, όπως η απολιγνιτοποίηση, εντάσσονται στην αχρήστευση των ενεργειακών δυνατοτήτων της χώρας, στο πλαίσιο της πλήρους (και) ενεργειακής εξάρτησής της από εισαγόμενο πετρέλαιο, φυσικό αέριο ή ηλεκτρική  ενέργεια. Ετσι, όπως συνέβη στο παρελθόν και με τον ελληνικό ορυκτό πλούτο, μοναδικό στην ευρωπαϊκή επικράτεια, την εποχή εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η υπογραφή των συμβάσεων Λομέ, με τα κράτη Α.Κ.Ε. (Αφρικής, Καραϊβικής, Ειρηνικού) περιείχε και μια σημαντική παράμετρο, υποχρεωτική από τη Συνθήκη της Ρώμης και από την ίδρυση της ΕΟΚ.

Την προτιμησιακή σχέση, την υποχρέωση των κρατών – μελών να αγοράζουν προϊόντα που παράγει ένα κράτος  – μέλος. Αν κάποια χώρα ήθελε, για δικούς της λόγους, να αγοράσει το προϊόν από τρίτη χώρα, εκτός ΕΟΚ, τότε, αυτό, θα επιβαρυνόταν με δασμούς αντιντάμπινγκ. Αυτό, παραβιάστηκε, κατά συρροή, από την ΕΟΚ, όταν δεν εφαρμόστηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορυκτών πρώτων υλών από τα συγκεκριμένα κράτη ΑΚΕ, με βάση τις συνθήκες Λομέ.

Καταργήθηκε, επίσης από ένα πλέγμα διαδικασιών, αποφάσεων και προσαρμογών, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση μιας ανθούσας εξορυκτικής και μεταλλευτικής βιομηχανίας, με την ενεργή συμμετοχή και των ντόπιων μεταλλευτικών μονοπωλίων[1]. Το τελευταίο αναφέρεται για να καταδειχτεί η συνέχεια της ευρωπαϊκής αγνόησης των ελληνικών δικαιωμάτων κατά το δίκαιο του ισχυροτέρου.

Ο Γιώργος Κ. Στουρνάρας είναι ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Υδρογεωλογίας, Τεχνικής Γεωλογίας, Περιβαλλοντικής Γεωολογίας.