Η πραγματική παραγωγή στη χώρα λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών στην ενέργεια, αλλά και εν γένει στις πρώτες ύλες μπαίνει σε ένα φαύλο κύκλο και μία ανασφάλεια που μπορεί να οδηγήσει σε επισιτιστική κρίση την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα τεράστια προβλήματα δημιουργεί στους αγρότες η εκτόξευση των τιμών των λιπασμάτων, ενόψει της σποράς των χειμερινών σιτηρών, αλλά κυρίως και η έλλειψη που παρατηρείται στην εγχώρια αγορά. Οι Θεσσαλοί αγρότες «κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα» καθώς στα γεωπονικά καταστήματα όπου απευθύνονται βλέπουν αφενός αδυναμία να τους καλύψουν τη ζήτηση, καθώς έχουν γίνει προπωλήσεις από τον Ιούνιο ακόμη, αφετέρου όπου βρίσκουν λίπασμα θα πρέπει να βάλουν «βαθιά το χέρι στην τσέπη» καθώς οι τιμές έχουν εκτοξευθεί .
Συγκεκριμένα η ουρία που είναι ένα βασικό λίπασμα έφτασε σε τιμές απαγορευτικές, στα 850 ευρώ ο τόνος συν ΦΠΑ 13%, έναντι 350 ευρώ περίπου πέρυσι ο τόνος (αύξηση πάνω από 120%). Ο λογαριασμός λοιπόν δεν βγαίνει στο τεφτέρι του αγρότη, αφού την ίδια ώρα είναι αναγκασμένοι να γεμίσουν με πετρέλαιο τα ρεζερβουάρ των τρακτέρ για το όργωμα, σε τιμές που φτάνουν και το 1,5 ευρώ το λίτρο, όταν πέρυσι το προμηθεύονταν προς 1,10 έως 1,15 ευρώ το λίτρο.
Είναι πολύ πιθανό δεκάδες χιλιάδες στρέμματα να μείνουν είτε χωρίς λίπασμα, είτε με ελάχιστο σε σχέση με τις ανάγκες που έχει το χωράφι και αυτό δημιουργεί συνθήκες αποεπένδυσης τόσο στο θεσσαλικό κάμπο, όσο και στη χώρα, σε μία περίοδο που αναδεικνύεται παγκόσμια επισιτιστική ανασφάλεια.
Είναι ενδεικτικό πως η Κίνα σε μία προσπάθεια να καλύψει την εγχώρια επιστιτιστική ζήτηση πριμοδοτεί για του χρόνου με εγγυημένη τιμή τους αγρότες για να καλλιεργήσουν μαλακό σιτάρι με 357 δολάρια τον τόνο, γεγονός που συνεπάγεται πως δύσκολα οι τιμές στο σκληρό θα πέσουν και την επόμενη χρονιά κάτω από τα 40 λεπτά το κιλό, εκτός και αν υπάρξει υπερπαραγωγή στον Καναδά, που «δίνει και τον τόνο» στην παγκόσμια αγορά των σιτηρών. Οι εκτιμήσεις πάντως της εγχώριας αγοράς ζυμαρικών είναι ότι οι τιμές στο σκληρό την επόμενη χρονιά θα κυμανθούν στο φάσμα μεταξύ 25 και 30 λεπτών το κιλό. Οι τιμές αυτές ενώ σε σύγκριση με πέρυσι (που ήταν στα 22 με 25 λεπτά το κιλό) μοιάζουν ικανοποιητικές, αν και την περίοδο αυτή οι τιμές Φότζια είναι πάνω από 500 ευρώ ο τόνος (άρα πάνω από 50 λεπτά το κιλό).
Ωστόσο πέρυσι τα λιπάσματα ήταν σε τιμές κάτω από τα 300 ευρώ ο τόνος και πετρέλαιο και ρεύμα πολύ χαμηλότερα, άρα υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορούν να καλύψουν το κόστος παραγωγής, αν ο Καναδάς κινηθεί στα φυσιολογικά επίπεδα παραγωγής. Ο πρόεδρος του ΘΕΣΤΟ (των Θεσσαλών παραγωγών βιομηχανικής τομάτας) Χρήστος Σουλιώτης μιλώντας στην εκπομπή «Θεσσαλών Γη» εκτίμησε πως είναι πιθανό του χρόνου να είναι μειωμένες οι παραγωγές σιτηρών στη Θεσσαλία και στη χώρα λόγω της έλλειψης λιπασμάτων και αυτό θα έχει ως συνέπεια να υπερισχύσει πάλι η ζήτηση της προσφοράς και να έχουμε και πάλι υψηλές τιμές σε όλα τα αγροτικά προϊόντα.
Και φυσικά δεν θα πρέπει να λησμονούμε και τον παράγοντα κλιματική κρίση που δημιουργεί προβλήματα στις καλλιέργειες το τελευταίο χρόνο και μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένες παραγωγές σε όλο το φάσμα, από αροτραίες, με πλημμύρες, χαλάζι, καύσωνες και λειψυδρία, μέχρι και σε δενδρώδεις καλλιέργειες εξαιτίας άκαιρων παγετών. Μία λύση θα ήταν σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Γεωπονικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Φάνη Γέμτο, να στραφούν οι αγρότες φέτος σε καλλιέργεια ψυχανθών που δεν απαιτούν αμμωνία για λίπανση των χωραφιών, αλλά είναι άγνωστο αν υπάρχει στην εγχώρια αγορά ικανή ποσότητα σπόρου για να καλύψει αυτή τη στροφή σε κτηνοτροφικά ψυχανθή για τα οποία η ζήτηση είναι εγγυημένη λόγω των ελλείψεων που παρατηρούνται και σε ζωοτροφές.
Η χώρα λοιπόν βρίσκεται στα πρόθυρα επισιτιστικής κρίσης, καθώς στερεύουν οι δυνατότητες προμήθειας λιπάσματος για τις χειμερινές καλλιέργειες σε σιτηρά και γενικότερα σε δημητριακά ή άλλες εαρινές καλλιέργειες και αυτό έχει αντανάκλαση σε όλο το φάσμα της παραγωγικής αλυσίδας.
Την ίδια ώρα και οι εγχώριες βιομηχανίες μεταποίησης προβληματίζονται τόσο για το ενδεχόμενο να μην έχουν ποσότητες αγροτικών προϊόντων να επεξεργαστούν όσο και για την έλλειψη πρώτων υλών εν γένει , όπως τα υλικά συσκευασίας. Αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, καθώς σε μία πιθανή διόρθωση της παγκόσμιας αγοράς μπορεί να βρεθούν με ακριβές πρώτες ύλες στις αποθήκες τους και να καταγράψουν σημαντικές ζημιές.
Εκείνο όμως που δύσκολα διορθώνεται είναι να χαθούν αγορές στο εξωτερικό που με κόπους κατακτήθηκαν, λόγω αδυναμίας κάλυψης της ζήτησης, εξαιτίας της χαμηλής παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, όπως σιτηρών για τις βιομηχανίες ζυμαρικών, εκκοκκισμένου βαμβακιού, ή φρούτων για τις κονσερβοποιίες κομπόστας, επιτραπέζιας ελιάς, σταφυλιών για τα οινοποιεία κλπ.
Γιάννης Κολλάτος