Μετεγκατάσταση και ο ισχυρός δεσμός μεταξύ ανθρώπων και τόπων

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

«Σπίτι είναι εκεί που χτυπάει η καρδιά μας», αυτή η χιλιοειπωμένη, ακόμη και κλισέ φράση συνοψίζει τον ισχυρό μας δεσμό με τον τόπο, το μέρος που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και μετέπειτα ριζώσαμε ή επιστρέψαμε για να βρούμε ό,τι κάποτε αφήσαμε στη μέση της διαδρομής. Η προσκόλληση σε ένα μέρος αποτελεί επί το πλείστον το βαθύ συναίσθημα της οικειότητας που νιώθουμε για την τοποθεσία, το τοπίο, ακόμη και για τη γειτονιά που συνοδεύει τις πρώτες αναμνήσεις και φιλίες, την οικογένεια και άλλα επιμέρους κεφάλαια στη ζωή μας.

Αυτός ο δεσμός δεν διαγράφεται τόσο εύκολα από τη μνήμη των πληγέντων σε Βλοχό και Μεταμόρφωση. Ακόμη και τώρα που η λύση της μετεγκατάστασης μοιάζει αποτελεσματικός τρόπος για να διαφυλάξουν τη ζωή τους, να τη θωρακίσουν σε μια άλλη τοποθεσία, όχι πολύ μακριά από εκεί που συνήθιζαν να δημιουργούν αναμνήσεις, να τα βάζουν με προκλήσεις μιας ενεργούς ζωής, γεμάτη μεν από ικανοποίηση και κατακτήσεις, αλλά και από αιφνίδιες απώλειες.

Μετεγκατάσταση με ειλικρινή καθοδήγηση

Η κοινωνική σύνδεση λοιπόν είναι εκείνη που αναδύεται ισχυρή στη συνείδηση των πληγέντων, ή διαφορετικά ό,τι τούς κρατάει δίπλα-δίπλα, κοντά στο συνολικό μόχθο να διατηρούν ψηλά δημοσίως όσες κακουχίες εξακολουθούν να βιώνουν έως και σήμερα μετά τον «Ντάνιελ». Η αλλαγή τοποθεσίας προμηνύει πλήγμα στην αισθητική που έχει διαμορφώσει κάθε άνθρωπος στον τόπο που συνήθιζε να μένει. Το νέο μέρος που θα αποκαλούν σπίτι τους οι πληγέντες, θα έρθει σαφώς με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ίσως με λιγότερες προσωπικές πινελιές όπως έπρατταν στα σπιτικά τους όλο τον καιρό πριν.

Βέβαια ουδείς προδικάζει ότι ο νέος οικισμός δεν θα εξοπλιστεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ευδοκιμήσει ξανά η ζωή. Αρκεί όμως αυτή η απόφαση της μετεγκατάστασης να δρομολογηθεί έμπρακτα, με όλη την πλήρη γνώση από τους αρμοδίους. Προπαντός, με ορθή καθοδήγηση και ενημέρωση των πληγέντων, φανερώνοντας στους ίδιους έργα και σχέδια με ειλικρίνεια, αρετή που τείνουμε να ξεχνάμε δεχόμενοι τους επιδερμικούς κατά καιρούς εφησυχασμούς από την Πολιτεία.

Επιθυμία να βαδίζουμε σε μονοπάτια που προ πολλού γνωρίζαμε

Ένας επιπλέον παράγοντας που το μυαλό διστάζει στο σενάριο αποχώρησης από έναν οικείο τόπο, είναι η εργασία και η αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων της περιοχής. Καρποί τούτης της γης που μας βοήθησαν να καλλιεργήσουμε την τέχνη του αγρότη, του κτηνοτρόφου. Αυτά τα μονοπάτια υπήρξαν ευκαιρίες και διέξοδοι που εκμεταλλευτήκαμε, δεθήκαμε μαζί τους και συμπορευτήκαμε σε κάθε γιορτή, ήθη και έθιμα. Μέσα από αυτές τις προοπτικές σταθήκαμε μετέπειτα όρθιοι ως αγρο-κοινωνίες και τοπικές οικονομίες.

Γι’ αυτό η επιλογή μιας κοντινής τοποθεσίας από την πληγείσα αντίστοιχα περιοχή, αποτελεί τουλάχιστον τη συνέχιση της διαβίωσης των κατοίκων, εξασκώντας ό,τι προηγουμένως γνώριζαν και το μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Κι αν αποτελεί δεύτερη συζήτηση το κατά πόσο η Θεσσαλία θα παραμείνει πλούσια γη στο μέλλον, πρώτο μας μέλημα είναι να καταπιαστούν αυτοί οι άνθρωποι πάλι με τις ασχολίες που τούς έφτασαν ως εδώ.

Χάσιμο της ταυτότητας και της ψυχικής ευεξίας

Επτά μήνες μετά τις πλημμύρες του «Ντάνιελ» χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποια στοιχεία -πέρα των υλικών αγαθών- απώλεσαν οι πληγέντες. Εκτός από τα υλικά αγαθά, το χώρο ενός σπιτιού και τις περιουσίες τους, λαμβάνουμε υπόψη τον κλονισμό του ψυχικού τους κόσμου, το σβήσιμο της εσωτερικής ευεξίας που είχαν κάποτε διαμορφώσει εκεί. Πλήγμα σίγουρα και στην ταυτότητα που υποστήριζαν μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα στους μακροχρόνιους κατοίκους. Ας μη ξεχνάμε ότι οι κάτοικοι των συγκεκριμένων τοπικών κοινοτήτων δεν αντιμετώπιζαν ασάφειες στην καθημερινότητά τους, ούτε αναποδιές στα παντοτινά τους προγράμματα. Η φιλήσυχη ζωή για δεκαετίες στον κάμπο της Καρδίτσας επισκίαζε ακόμη και οποιοδήποτε ψήγμα ανησυχίας. Συλλογιζόμαστε ακόμη, ότι η υποψία μιας παρατυπίας ή ενός εγκλήματος περνούσε δύσκολα από το νου τους ως πιθανός φόβος. Η αίσθηση της γειτονιάς ενίσχυε την ασφάλεια, έδενε διαπροσωπικές σχέσεις, στοιχείο που παραβιάστηκε από την ορμή των νερών.

Εν ολίγοις, η στέγη πάνω από το κεφάλι μας, αυτή που μας παρέχει καταφύγιο, την ποθητή θεραπεία για την κούραση και τη θλίψη μας ενίοτε, δεν υφίσταται πλέον για τους πλημμυροπαθείς του Βλοχού και της Μεταμόρφωσης. Το παρήγορο της υπόθεσης είναι ότι το πλάνο της μετεγκατάστασης περιλαμβάνει μια περιοχή που είναι ιδιαίτερα κοντά στον τόπο όπου γεννήθηκαν και αποκάλεσαν σπίτι τους. Ως ένα σημείο, ζυγίζονται τουλάχιστον οι εμπειρίες των κατοίκων, το κοινωνικοπολιτιστικό στοιχείο του τόπου, όπως και τα δεδομένα στην οικονομία τα οποία προέρχονται δεκαετίες τώρα από το αλέτρι σε ένα χωράφι ή από το άρμεγμα ενός ζώου.