Βλέπω συντόμως πράγματα που θα γενουν στη χώρα
σαν το βοσκό που αγροικά το ξέσπασμα στην μπόρα.

Βλέπω ο έρμος να ’ρχονται οι αστραπές ραγδαία
και κεραυνοί να κάνουνε με φως τη νύχτα μέρα.
Βλέπω και άλλα πράγματα στην ώρα του μορφέα
πολλά και ανεξήγητα κακά μα και ωραία.
Νιώθω την Γη να σείεται να τρέμουν τότε όλοι
και ορατά να κυνηγούν οι άνθρωποι… διάβολοι.
Όμως, αυτό το όνειρο που ήταν τρομερό
το ένιωσα σαν πήγαινα μια… σκάλα ν’ ανεβώ.
Μια σκάλα ασυνήθιστη τόσο πολύ μεγάλη
να ξεπερνά τα σύννεφα στους ουρανούς να φτάνει!
Εκεί κοντά που έφτασα φωνάζουν ησυχία
ν’ ανέβουνε οι άρχοντες κατά ιεραρχία.
Πρώτα θ’ ανέβουν οι ταγοί και ο ψηλός ο κλήρος,
εσύ, δεν είσαι τίποτα εσύ, δεν έχεις κύρος.
Είμαι αγρότης τίμιος και ταλαιπωρημένος
και ζω με τον ιδρώτα μου τους λέω ο καημένος.
Εγώ, δεν έχω χρήματα, διαμάντια, καταθέσεις
και δεν ενθουσιάζομαι για τις ψηλές σας θέσεις.
Ολημερίς με το τσαπί παλεύω με το χώμα
και από κούραση πολύ το βράδυ πέφτω πτώμα.
Συγνώμη ταπεινά ζητώ γιατί δεν σας αρέσω,
μα άλλα ρούχα δυστυχώς δεν έχω να φορέσω.
Φύγε μου λένε κουρελή και πήγαινε πιο πέρα
γιατί εδώ που βρίσκεσαι μολύνεις τον αέρα.
Βλέπω ανθρώπους να κρατούν βαλίτσες με χρυσό
και λέγανε θα περπατούν μαζί με τον Χριστό.
Κι’ αρχίζουν ν’ ανεβαίνουνε αυτοί με τα στολίδια
στα μεταξένια ρούχα τους με τα πολλά κεντίδια.
Κι’ αφού αντίκριζα ψηλά και ένιωθα θλιμμένος
σκεφτόμουνα κι’ άλλα πολλά και ήμουν μπερδεμένος.
Μα με ελπίδα περισσή λέω στην αφεντιά μου
αφού ανέβουνε αυτοί θα έρθει κι η σειρά μου.
Κουράστηκαν τα μάτια μου ψηλά να τους κοιτούνε
είπα να γείρω σε δεντρί για να ξεκουραστούνε.
Και ’κει που έκανα αυτή την σκέψη παραπάνω
η σκάλα εσωριάστηκε μ’ αυτούς στη Γη επάνω.
Φωνή και χέρι άυλο με κάνει παραπέρα
και λέει, μην αγγίξεις πια από αυτούς κανένα.
Γιατί μπορεί να μολυνθείς και είδες τι συμβαίνει,
όποιος σωρεύει θησαυρούς εκεί, ΔΕΝ ανεβαίνει…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤ. ΑΥΓΕΡΗΣ
Αφιερωμένο στους κυνηγούς του… «Ανέμου»